Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Γενέθλια

26 χρόνια σιωπηρής φαντασίας.
Κι όλο να χάνεις το μέτρημα
και να μοιράζεις τα ίδια 

Πως σε γελάει η όψη της ωρίμανσης..
Τελειοποιείς τις εκφράσεις της μάσκας σου
μα μόνο το βάθος της γεύσης σου αλλάζει,
μένοντας πάντα η ίδια.

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Δεν σ’ αγαπώ


Δεν σ’ αγαπώ
Για όλες τις αλήθειες που χρόνια τώρα
Να αναζητώ με αναγκάζεις

Δεν σ’ αγαπώ
Για όλο αυτό το ψέμα
Που δεν μ’ αφήνεις κι εγώ σαν φτηνό κόσμημα να ζήσω

Δεν σ’ αγαπώ
Γιατί τα όνειρα σου και οι αυταπάτες
Αλυσίδες είναι δεμένες στις πλεξούδες των μαλλιών μου

Δεν σ’ αγαπώ
Γιατί η δικιά σου αγάπη
Η ανεξάντλητη και η ζητιάνα
Άδειασε το πορτοφόλι της ψυχής μου

Δεν σ’ αγαπώ
Γιατί φάνηκε μισερή η λογική σου
Και ακόμη δεν έμαθες να χάνεις στη μάχη του μοντέρνου «δούναι και λαβείν»

Δεν σ’ αγαπώ
Γιατί τα γραμμένα λάθος τα πήρες εαυτέ μου
Αλλιώς τα εννοούσαν τα ρητά οι παλιοί που ημιμαθέστατα θαυμάζεις
Πράξεις κάνανε κι αυτοί
Κι εσύ απόδειξη δεν είσαι πάντα

Δεν σ’ αγαπώ
Γιατί φαίνεται εν τέλει 
να είσαι η λάθος λύση.


Αθήνα, 
2008


Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Το ανεξίτηλο της ψυχής

Σαν κάτι στην ψυχή γραφτεί
μην γελαστείς πως μπορείς να το διαγράψεις.
Ότι λόγια και να πεις
Όπως και να αντιδράσεις 
Η αγάπη δεν διαγράφεται
Άμα γραφτεί με αλήθεια.

Μπορείς να γράψεις από πάνω
Χιλιάδες απ’ τις λέξεις
Βάλε θυμού μουτζούρες άμα θες
Βάλε και χρώμα μαύρο
Και στοίχημα
Πως θα ’ρθει ο καιρός
Που οι λέξεις θα ξεβάψουν
Θα ξεθωριάσει και το χρώμα
Και σαν και πρώτα
Μόνο από πόνο πιο τσαλακωμένη
Θα βρεις τη λέξη "αγάπη"

Γιατί η ψυχή δεν σε αφήνει,
εύκολα πάνω της να γράψεις.
κάποιοι κι ας το νομίζουν έτσι
Γι’ αυτό κι αν κάποιος
τρυπώσει μέσα της 
Η εγκατάλειψη της απ’ αυτόν
Δεν θα αρκεί να σβήσει
Το κενό απ’ τη κλεφτή εισβολή του.

Μη λυπάσαι.
Δεν μπορείς τίποτα να κάνεις γι’ αυτό.

Τι να την κάνεις μια ζωή χειμέρια ναρκωμένη;

Μη λυπάσαι.
Μονάχα αγάπα και τους δυο.

Αθήνα,
2009

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Αγαπησιάρικος διάλογος

- Μ’ αγαπάς;
- Ναι
- Με θες;
- Ναι
- Με σκέφτεσαι;
- Ναι
- Τα πάντα για ’μένα;
- Ναι

- Πονάω, σε χρειάζομαι, δεν αντέχω, πεθαίνω, θα έρθεις;
- Ωρίμασε.
                                                                             

Αθήνα,
2004

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Διαφέρουμε

Τι με κοιτάς σαν να διαφέρεις;
Νομίζεις καλύτερος είσαι;
Κοίτα τα χέρια σου, άπραγα
χάδι δεν έδωσαν
Τα χείλη σου θεατρίνοι
φιλί αληθινό δεν χάρισαν
Τα μάτια σου, παγωμένη λάμψη
δεν δάκρυσαν ακόμη με πόνο άλλου

Κ όμως πόσο τυχερή φάνηκες
Α γ α π ή θ η κ ε ς

χα! Ρωτάς εγώ τι έκανα;
Εγώ άνθρωπε μου
με όλα τα μέλη του κορμιού και της ψυχής μου
Α γ ά π η σ α

Είχες δίκιο, διαφέρουμε.
Εγώ πιο τυχερή υπήρξα.


Αθήνα,
2004

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Συρμάτινη αγκαλιά

Καιρό που βρήκες να ονειρευτείς
Μέρες για να χαράξεις
Που όλοι αγριεμένοι κι άγνωστοι
Αθόρυβα κινούνται σε μια κοινόβια ζούγκλα

Τους βλέπεις ν’ αγκαλιάζονται
Χωρίς ματιές να συναντιούνται
Πλέγμα συρμάτινο ανάμεσα τους
Τους λερώνει τα ρούχα με αίμα

Με τα δόντια σφιγμένα βογκούν
Καθώς στα κορμιά τους μπίγεται
Της Ιστορίας η σκουριά

Ποια πατρίδα να στεγάσει μια ταπεινή επιβίωση τους;
Ποιος ηγέτης να τους βάλει ήρεμους πια για ύπνο;
Ποια αλήθεια να ξυπνήσει το κοιμισμένο ένστικτο τους;

Ποιος  φόβος;
Ποια ελπίδα;
Ποιος συμβιβασμός;

Διαπραγματεύτηκε η σιωπή για ένα ξερό χαμόγελο
Που έμεινε στα χείλη τους σκεπάζοντας την αγωνία
Του έδωσε το ματωμένο χέρι της
Τον κοίταξε με ιδρωμένα μάτια
Λέξη δεν βγήκε από το στόμα της
Σκέφτηκε να τρέξει πάλι μακριά
Να κρύψει πάλι τη ζωή της στο συρτάρι
Με τα όνειρα που η σκόνη δεν πρόλαβε να πιάσει
Σαν παιδικό βιβλίο που κρυφά πριν πέσει για ύπνο ξεφυλλίζει

Πήρε ανάσα κι αργά εφάρμοσε το κορμί της πάνω του
Κάθε εκατοστό ο ένας προς τον άλλον
Κι ο πόνος απ’ τα σύρματα δυνάμωνε
Σαν κραυγή που ξέχναγε να σταματήσει

Έσφιξε κι εκείνος τις γροθιές του για ν’ αντέξει
Αυτό είναι το τίμημα για αίμα και δάκρυα
Που αξίζει να χυθούν
Για μια αλήθεια που αξίζει να παλέψουν

Είναι εκεί… μαζί
Κι αυτό το συρματόπλεγμα που φτιάχτηκε
Για να τους κρατά μακριά απ’ το φόβο
Αιματηρή προέκταση που τους κρατά δεμένους
Μαζί  βιώνουν τις κοινές πληγές
Θα βρουν μαζί τον τρόπο να τις κλείσουν;



Αθήνα,
2010

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Υπερτίμηση

Φτηνό και άχρωμο κερί
που η φωτιά του σβήνει
Τρέχεις και πάλι να τ’ ανάψεις
Κακώς πίστεψες σ’ αυτό
Κακή ποιότητα
Αμφίβολες συστάσεις
Τώρα ξέρεις
Νόμιζες τίποτε δεν θα έχανες
με το εύκολο και προσιτό
Μα η φλόγα του έσβησε απότομα
όταν εσύ φοβόσουν το σκοτάδι
Έρεβος κενό και άοσμο
Σε πανηγύρι του τίποτα κυλίστηκες
πριν προλάβεις την ελπίδα σου
να φυγαδεύσεις
Μικρότερο θα ’ναι λοιπόν
το ρίσκο για κάτι ακριβό
Διάλεξε κάτι όμορφο κι αυθεντικό
τον κόσμο σου να ευωδιάσει
Κι αν πάλι στερέψει από φωτιά
θα χει προλάβει να μείνει τ’ άρωμα του
Τι άλλωστε κρατά για πάντα;
Μονάχα οι αναμνήσεις
Καν’ τες λοιπόν να αξίζουν
κι ας πλήρωσες και κάτι παραπάνω

Αθήνα,
2010

RN

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Στεγνή πληγή


Ένα ταλέντο που δεν είχε

Μια αλήθεια που δε ήξερε

Και οι άλλοι για το καλό της την πλήγωσαν,
δίνοντας της μια πλαστική ανθοδέσμη κι ένα στέμμα με κοφτερές ελπίδες κι όνειρα

Κόπηκε.

Μα το αίμα δεν είχε ξεκινήσει να κυλάει. 
Έβλεπε ακόμα καθαρά. 


Κρήτη
2005

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Καλή του νύχτα

Χειμώνας σκέπασε ψυχές αλλοτινά αγνές
Βρώμικο χιόνι το αίμα νέρωσε σε φλέβες που βίαια κοπήκαν
Δυο στάλες  ’μείναν μοναχά να μαρτυρούν το τραύμα
Δεν βιάστηκες να τις μαζέψεις
Έμεινες να τις κοιτάς
Καθώς αυτές κυλούσαν στο λευκό σου δέρμα
Μια αργή διαδρομή
Το κορμί σου χρωμάτιζαν με τα ίχνη τους
Δεν σε λυπούν, δεν σε φοβίζουν
Τις αφήνεις να χαρούν το τελευταίο τους ταξίδι
Τα στιλέτα των ανθρώπων δεν σε βουρκώνουν πια
Τις σταματάς με τα δάχτυλα σου
Τις βάζεις να αποκοιμηθούν
Ανάμεσα στα δυο σου χείλη
Κι αυτός ο πόνος ο σκληρός, ο αδικογεννημένος
Σπέρμα ζωής που σου ανήκει είναι
Μην τον μισείς, μην τον αρνείσαι
Θυμήσου το ταξίδι του
Κρύψε καλά τα ίχνη του
Αποχαιρέτα τον με σεβασμό και ευχήσου «Καληνύχτα»


Αθήνα,
2010

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Ανοσοποίηση

Αγαπημένε φίλε,
Πονοκέφαλοι συχνά με επισκέπτονται τελευταία.
Ο πόνος με λύγισε και πριν λιποθυμήσω αποφάσισα να κάνω το σωστό.

Έφτιαξα τα χαρτιά μου, στήθηκα στην ουρά
και από  γιατρούς πέρασα διαφόρων ειδικοτήτων.
Προφορικά μου είπαν «ξεκουράσου»
και τα χαρτιά μου μουτζούρωσαν με τη λέξη «Υγιής»
Προσπάθησα κι εγώ λοιπόν να κάνω ότι μου είπαν.
Σταγόνες στα μάτια και τα αυτιά και διάλυμα στο στόμα.

Οι μέρες πέρασαν, τα φάρμακα τελείωσαν και ξαναπήγα στους γιατρούς.
Τότε αυτοί με ρώτησαν:
-Πότε πονάνε τα μάτια σου;
-Όταν κοιτάζω το άδικο, με ζαλίζει η ασχήμια.
-Τα αυτιά σου πότε βουίζουν;
-Όταν ακούω ψέματα, φωνές και σαν θρηνεί τα βράδια η πόλη.
-Πότε πονάει το στόμα σου?
-Δεν πονάει πια γιατρέ. Απλά δεν νιώθω γεύση.
Πήρα όλοι την πένα τους και ξεροβήχοντας χάραξαν στα χαρτιά μου:
«Ανησυχητικά υγιής»

Έφυγα φίλε μου από εκεί μα μου έδωσαν ελπίδες.
Καλά θα γίνω είπανε.
Η γεύση μου χάθηκε γι’ αρχή.
Σύντομα όμως θα χάσω και τις άλλες μου αισθήσεις.

Δεν θα πονάω τότε φίλε μου.

Εσύ;  Πώς αισθάνεσαι;


Αθήνα,
2011

Μνημεία μες την πόλη

Τούβλινη βαριά ψυχή
Με ετοιμόρροπη σκεπή και αχτένιστο χορτάρι ολόγυρα του
Πέτρινοι τοίχοι, άδεια δωμάτια και σιωπή
Σπίτια που τώρα δείχνουν φτωχικά
Εγκαταλελειμμένα
Λερωμένοι τοίχοι και ρωγμές
Παντζούρια κλειστά, σοβάδες πεσμένοι
Πόσων χρονών να είναι άραγε;
Τι ιστορίες να έχει να μας πει;
Κάποιος θα ονειρεύτηκε σε τούτο το μπαλκόνι
Κάποιος θα έκλαψε στο παράθυρο κοντά
Τακούνια που με ρυθμό χτυπήθηκαν στο πάτωμα
Μάτια που θόλωσαν ενώ έκανα έρωτα 
Παιδιά που τρέχανε στο χολ
Ολότελα αληθινή, ολόκληρη ζωή
Δοξασμένες μέρες με κύρος και χλιδή
Άνθρωποι που αγκάλιασαν και ζέσταναν
Τους τώρα κρύους τοίχους
Έμεινε μοναχό τώρα του να θυμάται
Πως κάποιοι κάποτε το αγαπούσαν
Κι άλλοι στο δρόμο με θαυμασμό και ζήλεια το κοιτούσαν
Μην κλαίς ψυχή χωρίς φωνή
δεν σε κάνει φάντασμα το ξεθωριασμένο χρώμα
Στάσου εκεί να μας κοιτάς πιο σοφό από τα υπόγεια ρετιρέ
Να μας θυμίζεις πως ζούσαν κάποτε οι άνθρωποι.

Αθήνα,
2011

Διευκρίνηση

Τι θλιβερό κανείς να νιώθει ανία
Κοίτα γύρω σου και θα καταλάβεις το γιατί
Δες την πως ξεπροβάλλει εκεί όπου σβήνει το συναίσθημα
Μα δεν μπορεί. Άραγε έπαψες κι εσύ να αισθάνεσαι;
Ή μήπως ανία είναι όταν η καρδιά σου χτυπάει σαν τρελή αλλά κανείς τριγύρω δεν ακούει;

Μα όχι. Αυτό είναι μοναξιά.


Αθήνα,
2011

Ο Γίγαντας κι η Ασημένια



Κρυώνει.
Απλώνει τα χέρια της σ’ ένα κόσμο που είναι πολύ μεγάλος για να την ζεστάνει. νυστάζει. θάλασσες τραγουδούν νανουρίσματα χωρίς να μπορούν να την κοιμίσουν.
Πονάει από βαρύ κενό το βλέμμα της. Πεδιάδες  λουλουδιών που σαν τα κόψει χάνουν το άρωμα τους. Πεινασμένη για άρωμα και αισθήσεις ακολουθεί τον άνεμο αναζητώντας μια «αιτία».
Πόσες ζωές να περιμένει κάτω από νούφαρα, κρυμμένη κάτω από φύλλα φθινοπωρινά,  λουσμένη χειμωνιάτικες νιφάδες?
Κι όλα γύρω να αλλάζουν.
Κι όλα γύρω να μένουν όμοια.
Κι αυτή, μικρή νεράιδα, να ξέρει πως δεν ήρθε ακόμη η ώρα να πετάξει. Χειμώνες βάραιναν τα φτερά της μα δεν έπρεπε να τα’ αφήνει να μαραθούν μαζί με τη λαχτάρα.

Ο καιρός περνούσε και μια ακόμη μέρα την βρήκε στη λίμνη. Όταν τα νερά της άρχισαν να τρέμουν φοβήθηκε μα σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να τρέξει πριν μάθει τι συμβαίνει. Το βήμα του βαρύ κι αυτή μαζεύεται, τρομάζει. Το φως του ήλιου χάνεται κι η σκιά του την σκεπάζει. Γίγαντας ασουλούπωτος κι αγριεμένος σκύβει πάνω της και την παρατηρεί πως τρέμει.
«Μην φοβάσαι», της λέει. «Εσένα ψάχνω?», την ρωτάει και την μουσκεύει μ’ ένα δάκρυ του.
Διστακτική και τρομοκρατημένη απ’ την παράξενη όψη του τον κοιτάζει χωρίς να μιλάει.
«Πες μου…», συνεχίζει, «το ταξίδι της ζωής μου ήταν μεγάλο.. ψάχνω τον σκοπό μου σ’ όλους τους τόπους. Άγγιξα πετράδια που μιλούσαν, αντιλόπες που χόρευαν και ξωτικά που τραγουδούσαν με κλειστά τα χείλη. Μα μόλις έκλεινα τις χούφτες μου γύρω τους ασφυκτιούσαν. Τα χέρια μου γρήγορα πονούσαν. Εσύ είσαι τόσο δα μικρή. Φαίνεσαι τόσο εύθραυστη που φοβάμαι μην σε βλάψω. Είναι ολοφάνερο πως ίσως εμείς δεν έπρεπε να συναντηθούμε ποτέ. Μα κουράστηκα μικρή μου φτερωτή Ασημένια…»
«Γιατί με είπες έτσι?» τον διακόπτει σχεδόν ενοχλημένη.
«Πώς σε λένε?»
«Δεν με λένε! Τι εννοείς πως με λένε?»
«Όλοι έχουμε ένα όνομα.. Εσένα λοιπόν νομίζω πως έτσι έπρεπε να σε λένε.. Ασημένια.. Μα ναι.. Σίγουρα αυτό θα πρέπει να είναι το όνομα σου. Πες μου λοιπόν εσύ είσαι εκείνη που ψάχνω?»
«Γιατί μιλάς τόσο πολύ? Νιώθω πολύ αδύναμη κι εσύ λες τόσα πολλά που δεν προλαβαίνω να σκεφτώ. Δεν ξέρω πως με λένε ούτε τι είναι αυτό που ψάχνεις. Αλλά ναι, αποκλείεται να έψαχνες εμένα. Γιατί αυτό θα σήμαινε πως κι εγώ εσένα περιμένω. Και αποκλείεται να είσαι εσύ αυτός που περιμένω να με βρει. Δεν μοιάζεις…»
«Με τι δεν μοιάζω?» την διακόπτει τώρα αυτός.
«Δεν ξέρω! Γιατί έχεις τόσες απορίες? Σου λέω είμαι κουρασμένη!»
«Α μικρή μου Ασημένια. Έχεις δίκιο. Δεν είσαι εσύ αυτή που ψάχνω. Είσαι τόσο νευρική και αγενής που η απογοήτευση μου που πάλι ατύχησα μικραίνει. Αλλά γιατί είσαι τόσο εξαντλημένη? Θα φύγω τώρα. Αλλά πριν φύγω και συνεχίσω το ταξίδι και την αναζήτηση μου, θα ’θελα να ξέρω αν μπορώ να κάνω κάτι για ’σένα.»
«Πάλι μιλάς πολύ. Συγχώρεσε με ωστόσο για τους τρόπους μου. Αν ήξερες  πόσο νυστάζω. Δεν αντέχω άλλο άυπνη. Και κρυώνω τόσο πολύ. Φύγε Γίγαντα.. άφησε με μόνη όπως έχω μάθει να ζω. Αχ νυστάζω τόσο πολύ που αν μείνεις λίγο ακόμα θα δοκιμάσω να τρυπώσω στις παλάμες σου. Δείχνουν τόσο μεγάλες. Όταν εμφανίστηκες μπροστά μου με τρόμαξαν.. μα όσο περνάει η ώρα, μου γεννιέται η επιθυμία να ξαπλώσω πάνω τους. Και δεν θ’ αντέξω άλλη απογοήτευση, αφού πάλι δεν θα καταφέρω να κοιμηθώ. Ποτέ δεν καταφέρνω. Τώρα φύγε σε παρακαλώ.»
Ο Γίγαντας χαμήλωσε το κεφάλι, χάιδεψε με το δάχτυλο του τα μπερδεμένα τα μαλλιά της, γύρισε την πλάτη κι έκανε να φύγει.

Τι ήταν αυτό που έκανε τον Γίγαντα να ξαναγυρίσει πίσω, αμίλητος, να της σηκώσει με θράσος μα προσεχτικά, ψηλά και να την κρύψει ανάμεσα στα δυο του χέρια δεν το συζήτησαν ποτέ.  Η μικρή νεράιδα δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει και πριν συνειδητοποιήσει την πρωτοβουλία του Γίγαντα ένιωσε τη ζεστή παλάμη του να σκεπάζει το κορμί της και ευθείς το χρώμα της άρχισε να αλλάζει από τη ζεστασιά. Το σχήμα της πελώριας παλάμης έμοιαζε να έχει σχεδιαστεί για την ανάπαυση της. Αποκοιμήθηκε τόσο γρήγορα και ήρεμα που όταν ήρθε η Άνοιξη και επιτέλους άνοιξε τα μάτια της δεν είχε τίποτα να πει ή να ρωτήσει. Εκείνος την κοιτούσε χαμογελαστός και όμορφος σαν να ήταν άλλος από αυτόν που πρωτοαντίκρισε. Εκείνη τέντωσε το μικροσκοπικό κορμί της. Μια περίεργη αμηχανία την έκανε να κοκκινίσει και σχεδόν γελώντας του είπε :
«Καλημέρα Γίγαντα»
Κι εκείνος απάντησε γελώντας: «Καλώς Ήρθες Ασημένια!»



RN
31/10/10