Παραμύθια


Ο Γίγαντας κι η Ασημένια



Κρυώνει.
Απλώνει τα χέρια της σ’ ένα κόσμο που είναι πολύ μεγάλος για να την ζεστάνει. νυστάζει. θάλασσες τραγουδούν νανουρίσματα χωρίς να μπορούν να την κοιμίσουν.
Πονάει από βαρύ κενό το βλέμμα της. Πεδιάδες  λουλουδιών που σαν τα κόψει χάνουν το άρωμα τους. Πεινασμένη για άρωμα και αισθήσεις ακολουθεί τον άνεμο αναζητώντας μια «αιτία».
Πόσες ζωές να περιμένει κάτω από νούφαρα, κρυμμένη κάτω από φύλλα φθινοπωρινά,  λουσμένη χειμωνιάτικες νιφάδες?
Κι όλα γύρω να αλλάζουν.
Κι όλα γύρω να μένουν όμοια.
Κι αυτή, μικρή νεράιδα, να ξέρει πως δεν ήρθε ακόμη η ώρα να πετάξει. Χειμώνες βάραιναν τα φτερά της μα δεν έπρεπε να τα’ αφήνει να μαραθούν μαζί με τη λαχτάρα.

Ο καιρός περνούσε και μια ακόμη μέρα την βρήκε στη λίμνη. Όταν τα νερά της άρχισαν να τρέμουν φοβήθηκε μα σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να τρέξει πριν μάθει τι συμβαίνει. Το βήμα του βαρύ κι αυτή μαζεύεται, τρομάζει. Το φως του ήλιου χάνεται κι η σκιά του την σκεπάζει. Γίγαντας ασουλούπωτος κι αγριεμένος σκύβει πάνω της και την παρατηρεί πως τρέμει.
«Μην φοβάσαι», της λέει. «Εσένα ψάχνω?», την ρωτάει και την μουσκεύει μ’ ένα δάκρυ του.
Διστακτική και τρομοκρατημένη απ’ την παράξενη όψη του τον κοιτάζει χωρίς να μιλάει.
«Πες μου…», συνεχίζει, «το ταξίδι της ζωής μου ήταν μεγάλο.. ψάχνω τον σκοπό μου σ’ όλους τους τόπους. Άγγιξα πετράδια που μιλούσαν, αντιλόπες που χόρευαν και ξωτικά που τραγουδούσαν με κλειστά τα χείλη. Μα μόλις έκλεινα τις χούφτες μου γύρω τους ασφυκτιούσαν. Τα χέρια μου γρήγορα πονούσαν. Εσύ είσαι τόσο δα μικρή. Φαίνεσαι τόσο εύθραυστη που φοβάμαι μην σε βλάψω. Είναι ολοφάνερο πως ίσως εμείς δεν έπρεπε να συναντηθούμε ποτέ. Μα κουράστηκα μικρή μου φτερωτή Ασημένια…»
«Γιατί με είπες έτσι?» τον διακόπτει σχεδόν ενοχλημένη.
«Πώς σε λένε?»
«Δεν με λένε! Τι εννοείς πως με λένε?»
«Όλοι έχουμε ένα όνομα.. Εσένα λοιπόν νομίζω πως έτσι έπρεπε να σε λένε.. Ασημένια.. Μα ναι.. Σίγουρα αυτό θα πρέπει να είναι το όνομα σου. Πες μου λοιπόν εσύ είσαι εκείνη που ψάχνω?»
«Γιατί μιλάς τόσο πολύ? Νιώθω πολύ αδύναμη κι εσύ λες τόσα πολλά που δεν προλαβαίνω να σκεφτώ. Δεν ξέρω πως με λένε ούτε τι είναι αυτό που ψάχνεις. Αλλά ναι, αποκλείεται να έψαχνες εμένα. Γιατί αυτό θα σήμαινε πως κι εγώ εσένα περιμένω. Και αποκλείεται να είσαι εσύ αυτός που περιμένω να με βρει. Δεν μοιάζεις…»
«Με τι δεν μοιάζω?» την διακόπτει τώρα αυτός.
«Δεν ξέρω! Γιατί έχεις τόσες απορίες? Σου λέω είμαι κουρασμένη!»
«Α μικρή μου Ασημένια. Έχεις δίκιο. Δεν είσαι εσύ αυτή που ψάχνω. Είσαι τόσο νευρική και αγενής που η απογοήτευση μου που πάλι ατύχησα μικραίνει. Αλλά γιατί είσαι τόσο εξαντλημένη? Θα φύγω τώρα. Αλλά πριν φύγω και συνεχίσω το ταξίδι και την αναζήτηση μου, θα ’θελα να ξέρω αν μπορώ να κάνω κάτι για ’σένα.»
«Πάλι μιλάς πολύ. Συγχώρεσε με ωστόσο για τους τρόπους μου. Αν ήξερες  πόσο νυστάζω. Δεν αντέχω άλλο άυπνη. Και κρυώνω τόσο πολύ. Φύγε Γίγαντα.. άφησε με μόνη όπως έχω μάθει να ζω. Αχ νυστάζω τόσο πολύ που αν μείνεις λίγο ακόμα θα δοκιμάσω να τρυπώσω στις παλάμες σου. Δείχνουν τόσο μεγάλες. Όταν εμφανίστηκες μπροστά μου με τρόμαξαν.. μα όσο περνάει η ώρα, μου γεννιέται η επιθυμία να ξαπλώσω πάνω τους. Και δεν θ’ αντέξω άλλη απογοήτευση, αφού πάλι δεν θα καταφέρω να κοιμηθώ. Ποτέ δεν καταφέρνω. Τώρα φύγε σε παρακαλώ.»
Ο Γίγαντας χαμήλωσε το κεφάλι, χάιδεψε με το δάχτυλο του τα μπερδεμένα τα μαλλιά της, γύρισε την πλάτη κι έκανε να φύγει.

Τι ήταν αυτό που έκανε τον Γίγαντα να ξαναγυρίσει πίσω, αμίλητος, να της σηκώσει με θράσος μα προσεχτικά, ψηλά και να την κρύψει ανάμεσα στα δυο του χέρια δεν το συζήτησαν ποτέ.  Η μικρή νεράιδα δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει και πριν συνειδητοποιήσει την πρωτοβουλία του Γίγαντα ένιωσε τη ζεστή παλάμη του να σκεπάζει το κορμί της και ευθείς το χρώμα της άρχισε να αλλάζει από τη ζεστασιά. Το σχήμα της πελώριας παλάμης έμοιαζε να έχει σχεδιαστεί για την ανάπαυση της. Αποκοιμήθηκε τόσο γρήγορα και ήρεμα που όταν ήρθε η Άνοιξη και επιτέλους άνοιξε τα μάτια της δεν είχε τίποτα να πει ή να ρωτήσει. Εκείνος την κοιτούσε χαμογελαστός και όμορφος σαν να ήταν άλλος από αυτόν που πρωτοαντίκρισε. Εκείνη τέντωσε το μικροσκοπικό κορμί της. Μια περίεργη αμηχανία την έκανε να κοκκινίσει και σχεδόν γελώντας του είπε :
«Καλημέρα Γίγαντα»
Κι εκείνος απάντησε γελώντας: «Καλώς Ήρθες Ασημένια!»



2010