Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Στον Θεό αν υπάρχει Θεός / Στον Εαυτό το μικρό σου Θεό


Εσύ
Που μακριά μου ζεις και κοιτάς
Εσύ
Που να πιστέψω μου ζητάς
Πες μου
Γιατί να πιστεύω, γιατί να ζω;
Πες μου
Γιατί να δίνω, γιατί ν’ αγαπώ;
Υπάρχεις;
Είσαι αλήθεια ή ένας μύθος κοινός;
Υπάρχεις;
Ο κόσμος είναι δικός σου ή μια σύμπτωση απλώς;
Φανερώσου
Δείξε μου κάτι, δως μου αφορμή
Φανερώσου
Δώσε μου λόγο, δως μου πνοή
Να πιστέψω;
Είναι ο κόσμος κακός κ η ζωή ένα ψέμα
Να πιστέψω;
Κυριεύει η υπερβολή κ η ιστορία μας πλέγμα


Εσύ
Πες μου
Υπάρχεις;
Φανερώσου
Να πιστέψω;
Θα πιστέψω
Σε σένα
Στο Θεό
Αν υπάρχει Θεός.


Αθήνα
23/01/2003
16



----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Εγώ
Μέσα σου ζω και από κοντά σε κοιτώ
Εγώ
Να πιστεύεις σε σένα συνεχώς σου ζητώ
Σου μιλώ
Μα δεν ακούς και μόνο ρωτάς
Σου απαντώ
Σου δείχνω πάντα προς τα που να κοιτάς
Υπάρχω
Είμαι η αλήθεια σου κι ο μύθος μαζί
Υπάρχω
Δεν θα βρεις τον σκοπό σου στην ερώτηση αυτή
Είμαι εδώ
Έχεις ήδη πολλές αφορμές
Είμαι εδώ
Να σου μάθω να στέκεσαι όσες κι αν πέσεις φορές
Μην πιστεύεις
Μα να σκέφτεσαι και να νιώθεις μαζί
Ήδη πιστεύεις
Αυτό που χρειάζεσαι είσαι εσύ


Εγώ
Σου μιλώ
Μέσα σου
Από πάντα υπάρχω
Δεν σου ζητώ να πιστεύεις
Για αρχή σου ζητώ
Να ακούς ενώ σου μιλώ
Στον Εαυτό
Στο μικρό σου Θεό.






Αθήνα
29/04/2020
33

Τακτική υπενθύμιση


Θυμάμαι ξύπνησα μια μέρα
κι είδα ανθρώπους σαν θηρία γύρω μου,
έτοιμα να μου ορμήσουν.
Φοβήθηκα. Απόρησα.
Κακό ποτέ δεν είχα κάνει.
Τον ύπνο από τα μάτια μου θέλησα να ξεφορτωθώ
Είπα, εφιάλτης ήταν, δεν μπορεί.

Σήκωσα τα μάτια στον καθρέφτη
Πίσω από την μουσκεμένη μου νεότητα
γριά με είδα με ρυτίδες βαθιές
Πρόσφατα θα είχα φτάσει 19 χρονών.
Τρόμαξα, πήγα να ντυθώ.
Βγήκα να πάρω καφέ και ζάχαρη
και να ’σου πάλι οι άνθρωποι
με έγδυναν με τα μάτια.
Έμεινα όμως ατάραχη, έμαθα είπα τη ζωή

Ειδήσεις έβαλα και γέλασα πολύ,
κάποιος είχε πεθάνει.
Πείνασα. Μαγείρεψα να φάω.
Θυμάμαι έτρωγα, έτρωγα κι όλο πεινούσα
Θυμάμαι έπινα, έπινα κι όλο διψούσα
Θεέ μου, μπουκιά δεν κατέβαινε
κάτι ξεχνούσα
Μετά θα άνοιξα τηλεόραση
Μια κωμική σειρά θα είχε
Δεν γέλασα όμως, θα ήταν σαχλή
Θυμάμαι άλλαξα κανάλι
Μα τι ξεχνούσα;

Θα πήγε επτά το απόγευμα
κι αγκάλιασα τη γάτα μου
Πάλι πείνασα. Πάλι έβαλα να φάω
Θυμάμαι έτρωγα, έτρωγα κι όλο πεινούσα
Θυμάμαι έπινα, έπινα κι όλο διψούσα
Θεέ μου, μπουκιά δεν κατέβαινε
κάτι ξεχνούσα.

Και η τέλεια ησυχία μου διακόπηκε
γεμισμένο με κενό το πιάτο μου έπεσε απ’ τα χέρια
Το πάτωμα μου γέμισε με θρύψαλα αέρα
Θόρυβος ήτανε μα δεν θυμόμουν ποιος
Γύρισα το κεφάλι μου  
κι είδα ένα τηλέφωνο ντυμένο όλο με σκόνη
Το σήκωσα κι ήταν μια ξεχασμένη φίλη απ’ τα παλιά
Θυμάμαι μιλούσε, μιλούσε κι εγώ τη σκόνη κοιτούσα
Θυμάμαι ρωτούσε, ρωτούσε κι όλο κάτι απαντούσα
Θεέ μου τίποτα δεν άκουγα,
κάτι ξεχνούσα.

Κι εκείνη είπε «τώρα θυμήθηκα, χρόνια πολλά!»
Τότε θα ξεροστάλιασα, θα μούδιασαν τα μάγουλα μου
Μεσήλικο δάκρυ η ρουτινιασμένη μοναξιά μου
Θυμήθηκα, κατάλαβα,
Σαράντα οκτώ κολλημένα «μη ξεχάσω» στο ψυγείο μου για κάθε χρόνο που ανέβαλα να ζήσω.  

Κι ίσως έτσι να ορκίστηκα, να βρίσκω πάντα έναν θόρυβο να με ξυπνάει εγκαίρως.

Δεν ξέρω αν τώρα ζω το όνειρο ή αυτός ήταν ο εφιάλτης
Τα ξέχασα όλα
Δεν θυμάμαι τίποτα
Ίσως να έδιωξα την γάτα μου
Ίσως συγνώμη ζήτησα στην φίλη μου
Θα είπα σ’ αγαπώ στην μάνα μου
Εγώ ήθελα να προλάβω!




Αθήνα,
10/04/06-2020

Κλέφτης


Τρυφερό και πεισματάρικο μου άνθος,
πόσο καλά σε ξέρω
Κλέφτης, από σπίτι σε σπίτι μπαίνεις
κι από χέρι σε χέρι πετάς
Σαν σε λυχνάρι μέσα τους κρύβεσαι για λίγο
Σε χέρια για ’σένα άγνωστα,
που με λαχτάρα γύρω σου τα δάχτυλα τους βιάστηκαν να κλείσουν
Γρήγορα θα σ’ αφήσουν
Μόλις κι ο τελευταίος ψίθυρος ευχής ακουστεί απ’ τη ψυχή τους
Άλλοι γαλήνια κι αργά, άλλοι ατσούμπαλα κι άλλοι βιαστικά, πάνω σου θα φυσήξουν
Να τρέξεις με μια ακόμη εκπνοή,
το δικό τους να κάνεις ταξίδι
και αλήθεια να γίνει η ευχή
Κι εσύ μικρό, με τσαλαπατημένες τις λευκές σου ακτίνες
χαμένο πάλι θα βρεθείς, μακριά απ’ το δικό σου μονοπάτι
Δεν είναι ότι δεν σ’ αγαπούν
κάποιος θρύλος θα βάπτισε και σένα ταξιδευτή ονείρων
Γλυκέ μου κλέφτη, κανείς δεν σε καταδικάζει
Μα πρέπει κάπου κάπου κι εσύ να κοντοστέκεσαι
Να διαλέγεις, να αυτοεκπληρώνεις.
Όχι, δεν λέω να μην τους ακούς
Μα αν σε κάθε άγγιγμα κρατούν
και μια σου φτερωτή ακτίνα,
σύντομα να πετάξεις δεν θα μπορείς
Ο άνεμος δεν θα μπορεί πια να σε σηκώσει
Μονάχα βιάσου κλέφτη μου
Άλλοι χειμώνες μην σε βρουν
Νομίζεις προστατεύεσαι απ’ τα θερμά τους χέρια
Μα κρύβεσαι κι απ΄ τη ζωή
κι εκείνη σε ξεχνάει
Κλέφτη αλήθεια σ’ αγαπώ,
γι’ αυτό θα σε πικράνω
Κλέφτη γίνε ότι θες εσύ,
επιλογές πολλές θα βρεις στους στοχασμούς σου μέσα
Αλλά η βασική σου η αρχή εδώ ξεκινά και παύει
Πιο πέρα κι από την Άνοιξη, ζήσε ή πέθανε
Μην γίνεις νεκροζώντανος της παρακμής και θλίψης ανελλιπών και ανολοκλήρωτων ευχών, της άγνωστης με τη ψυχή σου αφής

Μην μου τρομάζεις Κλέφτη μου
Σε ένα χαρτί οι λέξεις πέφτουν πάντα πιο βαριές.
Εσύ παίζε, χόρευε, κάνε ότι έκανες πάντα
Μόνο κρύβε ένα κουμπαρά για ακτίνες σου και θα το δεις,
οι κύκλοι της ζωής πως θα σε ανεμίζουν ολόγιομο και χνουδωτό και πάλι πίσω.  





28/04/09-2020
Αθήνα



Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Αφρόλουτρο


Φτηνές και άγαρμπες μιμήσεις φεγγαριού
Φυσαλίδες που λαμπίριζαν
μέχρι να ακουμπήσουν την μύτη σου και στην άκρη της να σκάσουν
Σαν μην υπήρξαν ποτέ - ψέμα
Πρόλαβε να στάξει  λίγο απ’ το αφρόλουτρο στο στόμα σου αφήνοντας σου τη γεύση της πικρίας

Γελάς;
Σου είναι γνώριμη ε;


Αθήνα,
2010




Άχαρα


Πόσες λέξεις να ξέρω η του πνεύματος φτωχή;
Χρειάζεται να μάθω κι άλλες
Αρνείται η δύσπνοια να πάρει μια μορφή
Κι ας άλλαξα στυλό και ας βρήκα ολόλευκο χαρτί.  

Κουβάρια λεξικά, εσώκλειστη βοή
Στο ανικανοποίητο αιχμάλωτη, κρυμμένη
Στατιστικές χαρές μετρά η λογική
Και από ενοχές με σιωπή η σύγχυση ντυμένη

Μ’ απογοήτευση πιάνω την άκρη του θυμού
Του δίνω δόλωμα μήπως μαζί του λέξεις φέρει
Να κάνει άχαρα μια εισαγωγή
Να δώσει νόημα απ’ τη ψυχή στο χέρι.



Αθήνα,
2015

Άθελα ευθυνοφόρως



Ρο, με θύμωσες.
Σταμάτα πια ν’ αποκαλείς έρωτα ότι απολέπισε σφουγγιστά τις άμυνες σου. 
Σωτήριες περιστασιακά και καμουφλαρισμένες.
Ποίημα λες τη λίστα αγορών του προσδοκώ.
Κι αν με το ζόρι πρέπει το άχτι σου να σφηνωθεί σε στίχους, σεβαστό.  
Να γίνεις όμως ευθαρσής! Αντάξια!
Να μιλάς για τον έρωτα αυτόν που μας ενώνει όλους ως χημεία. Με αντίδραση, με απώθηση, με έλξη. 
Έρωτα χωρίς όνομα, με πρόσωπο δανεικό, με μυρωδιά που αλλάζει.
Ρώτα με θάρρος τι γίνεται με αυτούς που δεν χρειάζονται εραστή για να ‘ναι ερωτευμένοι.
Δεν ξέρω πως ορίζεται η ποίηση. 
Μα να τη βλέπω να τεντώνεται πάνω από φαντάσματα  αορίστου εργασίας και καύκαλα που δέσανε νωρίς, δεν αντέχεται. 
Παίξε το έργο σου έντιμα και μοίρασε σε κάθε ηθοποιό το κομμάτι που του ανήκει. 
Δωσ’ του φωνή κι ας είναι τα λόγια του απάνω στα δικά σου.
Γιατί, μην πληγωθείς, αυτό είναι ο έρωτας. Διανομή ιδανική από ρόλους που πρόσμεναν καιρό να ζωντανέψουν. Κι αν βγει κακή η παραγωγή τα σκηνικά θα αλλάξουν θες δεν θες. 
Σύγχρονη οικονομία ένας στη θέση των πολλών. Περικοπές θα κάνουμε και στη καρδιά μας τώρα;
Μόνο πριν γράψεις, μίλα, ρώτα. Αγάπα ή μη, δεν έχει σημασία εδώ.
Μονάχα ότι γράφεις ρηχό, βαθύ, βλακώδες ή σοφό, κοίτα να είναι αλήθεια. 


Ρο, αυτά σου έγραφα εν βρασμώ μα κάπου κοντοστάθηκα κι εγώ ενώ μου ψήλωνε η μύτη
Ξέρεις, δεν είναι όσα αισθάνεσαι που με ενοχλούν, ούτε οι ακόλουθοι σου
Είναι που οι λέξεις ευθύνη κουβαλούν και οι φέροντες αυτών ευθύνη δεν θα πάρουν
Είναι ο φόβος μου αυτός, πως αν νομίσουμε πως ξέρουμε και πρόχειρα επαληθευτούμε,
αν με αφορμή μια ταύτιση καρτέλες συμφωνήσουμε μονομερώς με βιάση,
αν δεν μας νοιάζουν τα υπόλοιπα που αφήνουμε και εμείς στης σχέσης τα ταμεία,
αν οι λέξεις μιλούν μα δεν εκφράζουν πιο πολλά από όσα εν κινήσει εμείς μπορούμε,
τότε, δεν ξέρω πια ποιο φως,
ποια χαραμάδα,
ποια τέχνη θα μείνει ακέραιη λίγο μετά το σημείο παρατσακ για να μας σώζει.




Αθήνα,
Μάρτιος 2020

Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

Είναι δικό μου τώρα


Κι αν σε κάνω ποίημα;
Αν δοκιμάσω να σου αλλάξω μορφή στριμώχνοντας το σχήμα σου στο μπλε του μελανιού μου;
Αν σωπάσω τους ήχους σου καρφιτσώνοντάς σε στο χαρτί μου;
Θα σου αρέσεις περισσότερο σαν λεκτικό μοτίβο;
Ποιος να ξεμπλέξει κάτι αν ούτε εγώ μπορώ να εξηγήσω;
Έτσι το κάνει το μυαλό, να ιχνηλατήσω αδυνατώ τι σε έφερε ως τραγούδι.

Κι αν σε κάνω ανάμνηση;
Αν πάψεις να υπάρχεις;
Ποτέ ξανά δεν αντιγράφεται
Ποτέ δεν ζωντανεύει ίδια
Εκείνη η δευτερόλεπτη τσιμπιά που κυτταρικά ανακυκλώνει ρήματα
Γεννά, υπερβάλει, περιπαίζει, φωτίζει, αποπροσανατολίζει
Στοχεύει στο κέντρο ακριβώς εκείνου του ανόητου εαυτού
Μα τι γλυκός, τι αληθινός, τι υπέροχος εαυτός
Πως να μην τον αναβάλλουμε πριν γίνουμε άνθρωποι του αύριο ή έστω και του τώρα.

Κι όλο αυτό άλλοτε εξοστρακίζεται σε μητρικό συρτάρι
Κι άλλοτε ξεθυμαίνει με την εμμονική επανάληψη της θύμησης σου
Άραγε να έγινα ποίημα εγώ;
Η με έσβησα μονάχη μου πατώντας λογική στους ίδιους μου τους στίχους;
Μα κοίτα πως σε χάλασα
Σε έκανα γράμμα
Ας είναι
Θα γράψω πως σε ευχαριστώ
Γι’ αυτό το εκτιμώμενο πολύτιμο ασήμαντο σου
Είναι δικό μου τώρα.


Νοέμβριος 2018,
Αθήνα
Σεπτέμβρης σημαίνει φοβάμαι αλλά ονειρεύομαι.