Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Στον Θεό αν υπάρχει Θεός / Στον Εαυτό το μικρό σου Θεό


Εσύ
Που μακριά μου ζεις και κοιτάς
Εσύ
Που να πιστέψω μου ζητάς
Πες μου
Γιατί να πιστεύω, γιατί να ζω;
Πες μου
Γιατί να δίνω, γιατί ν’ αγαπώ;
Υπάρχεις;
Είσαι αλήθεια ή ένας μύθος κοινός;
Υπάρχεις;
Ο κόσμος είναι δικός σου ή μια σύμπτωση απλώς;
Φανερώσου
Δείξε μου κάτι, δως μου αφορμή
Φανερώσου
Δώσε μου λόγο, δως μου πνοή
Να πιστέψω;
Είναι ο κόσμος κακός κ η ζωή ένα ψέμα
Να πιστέψω;
Κυριεύει η υπερβολή κ η ιστορία μας πλέγμα


Εσύ
Πες μου
Υπάρχεις;
Φανερώσου
Να πιστέψω;
Θα πιστέψω
Σε σένα
Στο Θεό
Αν υπάρχει Θεός.


Αθήνα
23/01/2003
16



----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Εγώ
Μέσα σου ζω και από κοντά σε κοιτώ
Εγώ
Να πιστεύεις σε σένα συνεχώς σου ζητώ
Σου μιλώ
Μα δεν ακούς και μόνο ρωτάς
Σου απαντώ
Σου δείχνω πάντα προς τα που να κοιτάς
Υπάρχω
Είμαι η αλήθεια σου κι ο μύθος μαζί
Υπάρχω
Δεν θα βρεις τον σκοπό σου στην ερώτηση αυτή
Είμαι εδώ
Έχεις ήδη πολλές αφορμές
Είμαι εδώ
Να σου μάθω να στέκεσαι όσες κι αν πέσεις φορές
Μην πιστεύεις
Μα να σκέφτεσαι και να νιώθεις μαζί
Ήδη πιστεύεις
Αυτό που χρειάζεσαι είσαι εσύ


Εγώ
Σου μιλώ
Μέσα σου
Από πάντα υπάρχω
Δεν σου ζητώ να πιστεύεις
Για αρχή σου ζητώ
Να ακούς ενώ σου μιλώ
Στον Εαυτό
Στο μικρό σου Θεό.






Αθήνα
29/04/2020
33

Τακτική υπενθύμιση


Θυμάμαι ξύπνησα μια μέρα
κι είδα ανθρώπους σαν θηρία γύρω μου,
έτοιμα να μου ορμήσουν.
Φοβήθηκα. Απόρησα.
Κακό ποτέ δεν είχα κάνει.
Τον ύπνο από τα μάτια μου θέλησα να ξεφορτωθώ
Είπα, εφιάλτης ήταν, δεν μπορεί.

Σήκωσα τα μάτια στον καθρέφτη
Πίσω από την μουσκεμένη μου νεότητα
γριά με είδα με ρυτίδες βαθιές
Πρόσφατα θα είχα φτάσει 19 χρονών.
Τρόμαξα, πήγα να ντυθώ.
Βγήκα να πάρω καφέ και ζάχαρη
και να ’σου πάλι οι άνθρωποι
με έγδυναν με τα μάτια.
Έμεινα όμως ατάραχη, έμαθα είπα τη ζωή

Ειδήσεις έβαλα και γέλασα πολύ,
κάποιος είχε πεθάνει.
Πείνασα. Μαγείρεψα να φάω.
Θυμάμαι έτρωγα, έτρωγα κι όλο πεινούσα
Θυμάμαι έπινα, έπινα κι όλο διψούσα
Θεέ μου, μπουκιά δεν κατέβαινε
κάτι ξεχνούσα
Μετά θα άνοιξα τηλεόραση
Μια κωμική σειρά θα είχε
Δεν γέλασα όμως, θα ήταν σαχλή
Θυμάμαι άλλαξα κανάλι
Μα τι ξεχνούσα;

Θα πήγε επτά το απόγευμα
κι αγκάλιασα τη γάτα μου
Πάλι πείνασα. Πάλι έβαλα να φάω
Θυμάμαι έτρωγα, έτρωγα κι όλο πεινούσα
Θυμάμαι έπινα, έπινα κι όλο διψούσα
Θεέ μου, μπουκιά δεν κατέβαινε
κάτι ξεχνούσα.

Και η τέλεια ησυχία μου διακόπηκε
γεμισμένο με κενό το πιάτο μου έπεσε απ’ τα χέρια
Το πάτωμα μου γέμισε με θρύψαλα αέρα
Θόρυβος ήτανε μα δεν θυμόμουν ποιος
Γύρισα το κεφάλι μου  
κι είδα ένα τηλέφωνο ντυμένο όλο με σκόνη
Το σήκωσα κι ήταν μια ξεχασμένη φίλη απ’ τα παλιά
Θυμάμαι μιλούσε, μιλούσε κι εγώ τη σκόνη κοιτούσα
Θυμάμαι ρωτούσε, ρωτούσε κι όλο κάτι απαντούσα
Θεέ μου τίποτα δεν άκουγα,
κάτι ξεχνούσα.

Κι εκείνη είπε «τώρα θυμήθηκα, χρόνια πολλά!»
Τότε θα ξεροστάλιασα, θα μούδιασαν τα μάγουλα μου
Μεσήλικο δάκρυ η ρουτινιασμένη μοναξιά μου
Θυμήθηκα, κατάλαβα,
Σαράντα οκτώ κολλημένα «μη ξεχάσω» στο ψυγείο μου για κάθε χρόνο που ανέβαλα να ζήσω.  

Κι ίσως έτσι να ορκίστηκα, να βρίσκω πάντα έναν θόρυβο να με ξυπνάει εγκαίρως.

Δεν ξέρω αν τώρα ζω το όνειρο ή αυτός ήταν ο εφιάλτης
Τα ξέχασα όλα
Δεν θυμάμαι τίποτα
Ίσως να έδιωξα την γάτα μου
Ίσως συγνώμη ζήτησα στην φίλη μου
Θα είπα σ’ αγαπώ στην μάνα μου
Εγώ ήθελα να προλάβω!




Αθήνα,
10/04/06-2020

Κλέφτης


Τρυφερό και πεισματάρικο μου άνθος,
πόσο καλά σε ξέρω
Κλέφτης, από σπίτι σε σπίτι μπαίνεις
κι από χέρι σε χέρι πετάς
Σαν σε λυχνάρι μέσα τους κρύβεσαι για λίγο
Σε χέρια για ’σένα άγνωστα,
που με λαχτάρα γύρω σου τα δάχτυλα τους βιάστηκαν να κλείσουν
Γρήγορα θα σ’ αφήσουν
Μόλις κι ο τελευταίος ψίθυρος ευχής ακουστεί απ’ τη ψυχή τους
Άλλοι γαλήνια κι αργά, άλλοι ατσούμπαλα κι άλλοι βιαστικά, πάνω σου θα φυσήξουν
Να τρέξεις με μια ακόμη εκπνοή,
το δικό τους να κάνεις ταξίδι
και αλήθεια να γίνει η ευχή
Κι εσύ μικρό, με τσαλαπατημένες τις λευκές σου ακτίνες
χαμένο πάλι θα βρεθείς, μακριά απ’ το δικό σου μονοπάτι
Δεν είναι ότι δεν σ’ αγαπούν
κάποιος θρύλος θα βάπτισε και σένα ταξιδευτή ονείρων
Γλυκέ μου κλέφτη, κανείς δεν σε καταδικάζει
Μα πρέπει κάπου κάπου κι εσύ να κοντοστέκεσαι
Να διαλέγεις, να αυτοεκπληρώνεις.
Όχι, δεν λέω να μην τους ακούς
Μα αν σε κάθε άγγιγμα κρατούν
και μια σου φτερωτή ακτίνα,
σύντομα να πετάξεις δεν θα μπορείς
Ο άνεμος δεν θα μπορεί πια να σε σηκώσει
Μονάχα βιάσου κλέφτη μου
Άλλοι χειμώνες μην σε βρουν
Νομίζεις προστατεύεσαι απ’ τα θερμά τους χέρια
Μα κρύβεσαι κι απ΄ τη ζωή
κι εκείνη σε ξεχνάει
Κλέφτη αλήθεια σ’ αγαπώ,
γι’ αυτό θα σε πικράνω
Κλέφτη γίνε ότι θες εσύ,
επιλογές πολλές θα βρεις στους στοχασμούς σου μέσα
Αλλά η βασική σου η αρχή εδώ ξεκινά και παύει
Πιο πέρα κι από την Άνοιξη, ζήσε ή πέθανε
Μην γίνεις νεκροζώντανος της παρακμής και θλίψης ανελλιπών και ανολοκλήρωτων ευχών, της άγνωστης με τη ψυχή σου αφής

Μην μου τρομάζεις Κλέφτη μου
Σε ένα χαρτί οι λέξεις πέφτουν πάντα πιο βαριές.
Εσύ παίζε, χόρευε, κάνε ότι έκανες πάντα
Μόνο κρύβε ένα κουμπαρά για ακτίνες σου και θα το δεις,
οι κύκλοι της ζωής πως θα σε ανεμίζουν ολόγιομο και χνουδωτό και πάλι πίσω.  





28/04/09-2020
Αθήνα



Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Αφρόλουτρο


Φτηνές και άγαρμπες μιμήσεις φεγγαριού
Φυσαλίδες που λαμπίριζαν
μέχρι να ακουμπήσουν την μύτη σου και στην άκρη της να σκάσουν
Σαν μην υπήρξαν ποτέ - ψέμα
Πρόλαβε να στάξει  λίγο απ’ το αφρόλουτρο στο στόμα σου αφήνοντας σου τη γεύση της πικρίας

Γελάς;
Σου είναι γνώριμη ε;


Αθήνα,
2010




Άχαρα


Πόσες λέξεις να ξέρω η του πνεύματος φτωχή;
Χρειάζεται να μάθω κι άλλες
Αρνείται η δύσπνοια να πάρει μια μορφή
Κι ας άλλαξα στυλό και ας βρήκα ολόλευκο χαρτί.  

Κουβάρια λεξικά, εσώκλειστη βοή
Στο ανικανοποίητο αιχμάλωτη, κρυμμένη
Στατιστικές χαρές μετρά η λογική
Και από ενοχές με σιωπή η σύγχυση ντυμένη

Μ’ απογοήτευση πιάνω την άκρη του θυμού
Του δίνω δόλωμα μήπως μαζί του λέξεις φέρει
Να κάνει άχαρα μια εισαγωγή
Να δώσει νόημα απ’ τη ψυχή στο χέρι.



Αθήνα,
2015

Άθελα ευθυνοφόρως



Ρο, με θύμωσες.
Σταμάτα πια ν’ αποκαλείς έρωτα ότι απολέπισε σφουγγιστά τις άμυνες σου. 
Σωτήριες περιστασιακά και καμουφλαρισμένες.
Ποίημα λες τη λίστα αγορών του προσδοκώ.
Κι αν με το ζόρι πρέπει το άχτι σου να σφηνωθεί σε στίχους, σεβαστό.  
Να γίνεις όμως ευθαρσής! Αντάξια!
Να μιλάς για τον έρωτα αυτόν που μας ενώνει όλους ως χημεία. Με αντίδραση, με απώθηση, με έλξη. 
Έρωτα χωρίς όνομα, με πρόσωπο δανεικό, με μυρωδιά που αλλάζει.
Ρώτα με θάρρος τι γίνεται με αυτούς που δεν χρειάζονται εραστή για να ‘ναι ερωτευμένοι.
Δεν ξέρω πως ορίζεται η ποίηση. 
Μα να τη βλέπω να τεντώνεται πάνω από φαντάσματα  αορίστου εργασίας και καύκαλα που δέσανε νωρίς, δεν αντέχεται. 
Παίξε το έργο σου έντιμα και μοίρασε σε κάθε ηθοποιό το κομμάτι που του ανήκει. 
Δωσ’ του φωνή κι ας είναι τα λόγια του απάνω στα δικά σου.
Γιατί, μην πληγωθείς, αυτό είναι ο έρωτας. Διανομή ιδανική από ρόλους που πρόσμεναν καιρό να ζωντανέψουν. Κι αν βγει κακή η παραγωγή τα σκηνικά θα αλλάξουν θες δεν θες. 
Σύγχρονη οικονομία ένας στη θέση των πολλών. Περικοπές θα κάνουμε και στη καρδιά μας τώρα;
Μόνο πριν γράψεις, μίλα, ρώτα. Αγάπα ή μη, δεν έχει σημασία εδώ.
Μονάχα ότι γράφεις ρηχό, βαθύ, βλακώδες ή σοφό, κοίτα να είναι αλήθεια. 


Ρο, αυτά σου έγραφα εν βρασμώ μα κάπου κοντοστάθηκα κι εγώ ενώ μου ψήλωνε η μύτη
Ξέρεις, δεν είναι όσα αισθάνεσαι που με ενοχλούν, ούτε οι ακόλουθοι σου
Είναι που οι λέξεις ευθύνη κουβαλούν και οι φέροντες αυτών ευθύνη δεν θα πάρουν
Είναι ο φόβος μου αυτός, πως αν νομίσουμε πως ξέρουμε και πρόχειρα επαληθευτούμε,
αν με αφορμή μια ταύτιση καρτέλες συμφωνήσουμε μονομερώς με βιάση,
αν δεν μας νοιάζουν τα υπόλοιπα που αφήνουμε και εμείς στης σχέσης τα ταμεία,
αν οι λέξεις μιλούν μα δεν εκφράζουν πιο πολλά από όσα εν κινήσει εμείς μπορούμε,
τότε, δεν ξέρω πια ποιο φως,
ποια χαραμάδα,
ποια τέχνη θα μείνει ακέραιη λίγο μετά το σημείο παρατσακ για να μας σώζει.




Αθήνα,
Μάρτιος 2020

Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

Είναι δικό μου τώρα


Κι αν σε κάνω ποίημα;
Αν δοκιμάσω να σου αλλάξω μορφή στριμώχνοντας το σχήμα σου στο μπλε του μελανιού μου;
Αν σωπάσω τους ήχους σου καρφιτσώνοντάς σε στο χαρτί μου;
Θα σου αρέσεις περισσότερο σαν λεκτικό μοτίβο;
Ποιος να ξεμπλέξει κάτι αν ούτε εγώ μπορώ να εξηγήσω;
Έτσι το κάνει το μυαλό, να ιχνηλατήσω αδυνατώ τι σε έφερε ως τραγούδι.

Κι αν σε κάνω ανάμνηση;
Αν πάψεις να υπάρχεις;
Ποτέ ξανά δεν αντιγράφεται
Ποτέ δεν ζωντανεύει ίδια
Εκείνη η δευτερόλεπτη τσιμπιά που κυτταρικά ανακυκλώνει ρήματα
Γεννά, υπερβάλει, περιπαίζει, φωτίζει, αποπροσανατολίζει
Στοχεύει στο κέντρο ακριβώς εκείνου του ανόητου εαυτού
Μα τι γλυκός, τι αληθινός, τι υπέροχος εαυτός
Πως να μην τον αναβάλλουμε πριν γίνουμε άνθρωποι του αύριο ή έστω και του τώρα.

Κι όλο αυτό άλλοτε εξοστρακίζεται σε μητρικό συρτάρι
Κι άλλοτε ξεθυμαίνει με την εμμονική επανάληψη της θύμησης σου
Άραγε να έγινα ποίημα εγώ;
Η με έσβησα μονάχη μου πατώντας λογική στους ίδιους μου τους στίχους;
Μα κοίτα πως σε χάλασα
Σε έκανα γράμμα
Ας είναι
Θα γράψω πως σε ευχαριστώ
Γι’ αυτό το εκτιμώμενο πολύτιμο ασήμαντο σου
Είναι δικό μου τώρα.


Νοέμβριος 2018,
Αθήνα
Σεπτέμβρης σημαίνει φοβάμαι αλλά ονειρεύομαι.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

φασαρία


Δεν θυμάται, μα νομίζει πως κάπου εκεί είπε:
«Μα πόση σιωπή ενώ φωνάζαμε ο ένας πάνω στη φωνή του αλλού. Απανωτές οι άδειες λέξεις που ‘βγαίναν βιαστικά να πουν όσα δεν λέμε.
Και όταν έφτασε η σιωπή άδεια ακόμη κι από λέξεις, από τους άστοχους εκείνους κρότους που έσπρωχνε το στόμα βιαστικά ενώ τρέχαμε μακριά ο ένας απ’ τον άλλον Ακούσαμε ότι απέμεινε από τη σκόρπια φασαρία.
Ασχημάτιστη, πολύχρωμη ηχώ σαν μια ιδέα που δεν κατάλαβες ποτέ γιατί χαράκτηκε έτσι.
Κι αν άραγε υπήρχε τρόπος για να βρει η κάθε λέξη το λεπτό που της ανήκει.
Κι αν άραγε μπορούσε να είναι αλλιώς.
Κι αν άραγε σε αγάπησα ενώ σε άκουγα ή ενώ έκραζα δυνατά απάνω στις λέξεις που δεν ήθελα να ακούσω.»

Δεν θυμάται, μα νομίζει πως κι αυτά κάπως, κάπου, κάποια στιγμή τα είπε.
Και τι άλλαξε και τώρα τα θυμάται; η φωνή ρε φίλη μου. Η φωνή που σου φοράει το βρακί ανάποδα και δεν σε αναγνωρίζει ούτε εκείνος, ούτε εκείνη, ούτε εσύ.
Και η βουή έγινε αργοπορημένο μήνυμα που βρήκε εκείνες τις πουτάνες λέξεις.
Θα φτάσει μην σκας. Όλα τα βρίσκει ο αέρας.


Αύγουστος 2019,
Μύκονος




Στην υγειά έκαστων


Δεν ρώτησα μα αφού ακούμπησε το μπυροπότηρο στη μπάρα, είπε:
Όταν κοντοζύγωνε η ώρα της απόφασης τι θέλω να γίνω στη ζωή μου, φλερτάριζα τη φαντασίωση να γίνω ηθοποιός.
Να δοκιμάσω τι μου πάει καλύτερα. Κατάλαβες.
Πως διάολο να ξέρεις ποια ζωή απ’ τις τόσες είναι η σωστή;
Έλα που το χειροκρότημα νόμιζα είναι αναπόσπαστο συστατικό της κάθε επιλογής μου.
Σκέφτηκα ύπουλα, ανθρώπινα, ελληνικά.
Έγινα βιοποριστής με πάθη.

Κι έτσι άλλαζα δουλειές, χτενίσματα, make up πολλά και τόπους.
Κάλλιστο ότι δεν ήξερε κανείς ότι ποιώ τα ήθη και δεν είχα να τρέμω άρθρα, κριτικές και τέτοιες μαλακίες.
Ρόλος με πλεονέκτημα. Απαρατήρητος.
Υπερήμερα οφειλέτης στις πρόβες μου με θνητά τα κόστη κάθε αποτυχίας.
Πανάκεια τα προς το ζην, κατάλαβες, ομόφωνα αθώος.
Ωστόσο κάκιστο ότι έπρεπε να μπω με διάρκεια πολύ βαθιά στο ρόλο.
Μην πεις κι εσύ τα προφανή πως έχασα τον εαυτό μου κι άλλα τέτοια. Ποιόν εαυτό;
Απλά έγινα όλοι οι ρόλοι μου και τώρα πια φοβάμαι πως δεν θα αποχωριστώ κανέναν.
Τον κο Δημόσια Είμαι. Τον Κρυφά Εγώ. Τον Όσα Βλέπουνε και τον Όσα Φαντάσου Να ’Μουνα.
Καλά παιδιά αλλά μαλώνανε ποιος θα πρωτομιλήσει.
Δεν λέω, κάποια τα παραμέλησα. Αλλά ενηλικιώθηκαν.
Εγώ τα κράτησα σαν μάνα μέσα μου και σαν πατέρας τους φρόντιζα να υπάρχουν.
Θα πρέπει πια να βρουν το δρόμο μόνα τους. Κατάλαβες.

Σήκωσα ταυτόχρονα τα φρύδια μου, τραμπάλισα ελαφρώς την όψη, όρθωσα το ποτήρι και είπα:
Κατάλαβα αδερφέ. Ασ’ τους να ζήσουνε μωρέ, αφού φτάσανε ως εδώ, ας πιούμε στην υγειά τους!

Τώρα σκέφτομαι πως άθελα μου ίσως και τελικά να ρώτησα. Όχι εγώ, ο άλλος.


Ιανουάριος 2020,
Αθήνα



Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

Δερματολογικός έλεγχος


Παλιέ μου φίλε, χάρηκα πολύ που σε ξανάδα φέτος.  
Τα αυτιά μου καλοδέχτηκαν τα χάδια σου αφού στα μάτια σου φαίνομαι ακόμη ζωηρή και νέα.
Με ξένισε πολύ ο θαυμασμός που εξέφρασες αφού το πρόσεξα πως πλέον θερμά με αποκαλείς γυναίκα.
Είπες πως άδικα ανησυχώ για τις ρυτίδες που σου ανέφερα καθώς αυτές δεν φαίνονται
και είμαι απλώς ένα κορίτσι που έγινε γυναίκα.
Αυτή σου η επανάληψη με ψύλλιασε, δεν φταις εσύ, σαν το πολύ αλάτι.
Το πήρα απόφαση λοιπόν και έκλεισα ραντεβού σε άποψη με πτυχίο.

Δερματολόγος πειστική, ευθυτενής, ετών ίσως 55.
Με αναγνώρισε (καλό αυτό) και έβαλε τα λατεξ γάντια της να αποφανθεί πως τίποτα δεν γίνεται με το γνωστό παλιό μου θέμα.
Της είπα πως πονάω που και που μα δεν το πολεμάω πιά και ούτε αυτό εμένα.
Μου λέει, τότε; Γιατί ήρθες να σε δω; Δεν βλέπω τίποτε άλλο.
Της λέω κοίτα καλύτερα. Δεν είμαι πια η ίδια. Κοίτα το στόμα μου καλέ, επέμεινα και σούφρωσα τα χείλη μου σαν πάπια που περίμενε φιλί απ’ τον αέρα.  
Πετάρισε τα βλέφαρα και λίγο γούρλωσα σαν είδα το άσπρο του ματιού της.
Όχι αλήθεια! Δες καλά!
Πήρε ένα ντεντεκτιβικό φακό και κόλλησε τα μάτια της απάνω μου χαρίζοντας μια ευκαιρία ακόμα.
Μικρή, δεν βλέπω τίποτα ούτε με αυτό. Τα πόσα έκλεισες;
33 έγινα, είπα σαν τίμια ντομάτα.  
Κοίτα, το μέτωπο σου όταν μιλάς είναι γεμάτο ευθείες. Σταμάτα να ταρακουνάς την όψη σου με κάθε σκέψη σου ή ενώ μιλάς και άσε όλα τα άλλα.  
Α δεν με ανησυχεί αυτό. Αυτό είναι λογικό! Πάντα με μάλωναν πως τόσο που τσαλακώνομαι πρόωρα θα ζαρώσω.  
Ε τότε γιατί ακριβώς ανησυχείς; Είσαι ανυπόφορη γυναίκα. (αυτές οι αντιθέσεις…)
Γιατρέ, το στόμα μου δεν είναι δροσερό… (να το πάλι το ασπράδι)
»» Όλοι αφοσιώνεστε στα μάτια και τη μύτη με μανία.
Στα μάτια ζει η πρόθεση, στη μύτη η υπερηφάνεια.
Στο στόμα όμως ζει είτε η αντοχή είτε η παραίτηση είτε η εξάντληση της.  
Δεν είμαι έτοιμη γι’ αυτό. Δεν έχω προλάβει ακόμα.

40 ευρώ μου ζήτησε και μου έδωσε μια συνταγή για την ακμή που πέταξα στη τσάντα.
Έτσι έχω να σου πω πως ούτε κρέμες, ούτε ενέσεις μου έδωσε καθώς είναι νωρίς ακόμα.

Καινούργιε φίλε μου, την έκανα και για ‘σένα την βρωμοδουλειά και θα τη ξανακάνω.  
Όταν ξαναμιλήσουμε θα είναι διαφορετικά.
Θα σε ρωτήσω εγώ αν τόλμησες χρόνο να βρεις ή αν σε τερμάτισαν οι αποδείξεις που ζητάμε.




Ιανουάριος 2020,
Αθήνα




Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

junkword


Μιλούσαν και μιλούσαν,
εγώ ίσα να φαίνομαι κρυμμένη στην οθόνη,
και απόλυτα συμφώνησαν,
εκπληκτικό αλήθεια.

Τι ρέψιμο θεέ μου! σκέφτηκα
Τι τρώμε οι άνθρωποι σε μια ολόκληρη ζωή που δεν χωνεύεται χωρίς αγένεια, χωρίς δισκία αλήθειας;
«Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε ο ένας απ’ αυτούς.
Αφού σε συμπαθώ, πως να σου πω χωρίς να σε πληγώσω;
«Αυτό που λέτε» ανέκφραστα είπα αψόγως.
Δεν είπα ψέμματα ακριβώς. Μπορεί και να σωθεί η ψυχή μου. 

Έτσι, ρεύτηκα περήφανα κι εγώ, κι ούτε που το κατάλαβα πως βρέθηκε το χέρι μου να ταχταρίζει τη φουσκωμένη μου κοιλιά.


Ιανουάριος 2020,
Αθήνα



Βαρύ χέρι ο ουρανός


Και μου έριξε μια σφαλιάρα ο ουρανός
που με έπιασαν τα γέλια.
Να εδώ, κάτω απ’ το σπίτι μου το πατρικό.
Κοιτάω ψηλά και τι να δω;
Να με καρφώνει αφ’ υψηλού και ορθά κοφτά να λέει:
«Θα περιμένω πολύ να με κοιτάξεις κοπελιά; είχαμε κάπου μείνει.»
«Μα αλλού τα λέγαμε τη τελευταία φορά. Νόμιζα δεν είσαι ακόμη εδώ.»
«Ανόητη, εσύ γυρίζεις δεξιά κι αριστερά. Εγώ πάντα από πάνω είμαι.»
Δεν είχε άδικο. Ε κάτι έπρεπε να πω. «Εγώ γιατί να μην σε νιώθω πάντα ίδιο;» έκανα να γυρίσω.
«Ωπα ρε φίλη μου, εσύ παντού και πάντα ίδια απλώνεσαι; Νόμιζα εμείς τα ξεπεράσαμε αυτά. Εμείς είμαστε φίλοι.»

Ανέβηκα σπίτι, χαρούμενη, μην με ρωτάς γιατί. Θα πω ψέμματα πως δεν ξέρω.
Κοίταξα έτσι, να, με κύρος το καθρέφτη, έβαλα τις φαρδουλές πιτζάμες μου και ξάπλωσα μπρούμυτα βάζοντας στο μπλαβισμένο σβέρκο τη παλάμη.

Βαρύ χέρι ο ουρανός.
Για ύπνο με έβαλε ζεστή από αγάπη.



Ιανουάριος 2020,
Αθήνα

Κουβέντα να γίνεται

Κουβέντα να γίνεται που λες,
ασύλληπτα παράλογες οι αισθήσεις ή ο νους, δεν ξέρω.
Νιώθεις κι εσύ το ίδιο όταν περνάς τα δάχτυλα πάνω σε μια λεπτή σελίδα;
Ελκύεσαι να σύρεις την αφή σε φύλλα απαλά, ευαίσθητα σε μελανές πιέσεις;
Σε συγκινεί η τρωτότητα σε κάθε εκτόνωση, ενώ χαζολογάς σε κάθε αποτύπωμα της τυχαιότητας σου;
Στο γύρισμα τους σε παρακινούν να κάνεις πίσω μπρος και πάλι πίσω άνευ τύψεων με τόση ευκολία;

Δεν μιλάω περίεργα μωρέ, πρόσεξε με.
Ασύλληπτα παράλογες οι αισθήσεις ή ο νους, δεν ξέρω.
Εγώ απλά παρατηρώ, καρμπονικά χαράζονται όσες έρχονται και αρκούν τα δάχτυλα μου για να αισθανθούν ένα γεμάτο παρελθόν κι ένα επηρεασμένο μέλλον.

Ξεφορτώσου λίγο γνωστικιέ και δώσε σημασία.
Ασύλληπτα παράλογες οι αισθήσεις ή ο νους, εγώ δεν ξέρω.
Μα κοίτα εδώ πως στέκονται οι επόμενες Σειρήνες.
Με τι ακεραιότητα δένονται άψογες, κενές, μη προκατειλημμένες.
Σαν να μην εξαρτάται από τίποτα το τι θα γραφτεί σε αυτές.
Πιθανή! Πες το! Πιθανή ακόμη κι η ευτυχία.

Κοροϊδεύεις μα κι εσύ,
ασύλληπτα παράλογες οι αισθήσεις ή ο νους, δεν ξέρεις.
Ίσα και όμοια οι μύθοι με το ψέμα, οι μέρες άλλαξαν.
Μην με ακούς καχύποπτα μωρέ.
Στο λέω. Καλύτερα να με γλεντάς εσύ κι εγώ αυτές παρά να εμπιστευτώ μια τυχαία Κίρκη.



Ιανουάριος 2018,
Αθήνα
(Γενάρης σημαίνει αντιστέκομαι)

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2020

Μαργαρίτα εις το τετράγωνο


Ομοίως πέταξε πέταλα και πάλι η μαργαρίτα
Μην την μαλώνεις άλλο τη παιδούλα
Βρε τη μάδησες, βρε τη δίψασες, βρε τη κατσάδιασες τόσο που σούρωσε η σωληνόμορφη αντοχή της
Σε είδα και σένα όμως να χαζογελάς σαν γύριζες το αυστηρό σου βλέμμα  
Σαν είδες την ντροπιασμένη ισχυρογνωμοσύνη της να γέρνει χαμηλά, κρύβοντας, μα τι αδιόρθωτη, μικρά ίδια πέταλα που μουρμουρίζανε «αν»  
Καλή είσαι και του λόγου σου χοντροκώλα λογική μου
Τέτοιος κόπος να μπουγελώσεις τα ακτινωτά της θέλω. Ρε βούτα το κουτόχορτο να ξεριζωθεί από το χώμα.
Κάνεις την μεγαλόψυχη για λίγο χώρο στο παρτέρι που σου όρισαν, και ψαλιδίζεις νευρωτικά κάθε χορτάρι που πάει να ξεφυτρώσει
Ανάθεμα τόση ανακύκλωση
Μα πες μου αλήθεια τώρα που τη καμαρώνουμε μαζί σκαστή από τα όρια σου. Επίτηδες αφήνεις πάντα μια στάλα φύλλο;
Για στάσου
Άτιμη! Στρογγύλεψες!
Το είδες ότι το άλογο συχνά φωλιάζει στις ορθές γωνίες
Ασ’ την… ας’ την σου λέω λίγο ακόμα
Τώρα που σε συμπάθησα, φυλάω εγώ για 'σένα τσίλιες


Απρίλιος 2018,
Μύκονος



Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Κορυφή

Βουνά.
Κομμάτια γης που στήθηκαν ψηλά ή που δεν χαμήλωσαν ακόμα.
Στέκεσαι.
Εδώ που η γη φτιάχτηκε χαμηλή ή που δεν πρόλαβε ακόμη να ψηλώσει.
Και περπατάς. Και τρέχεις. Και λαχανιάζεις. Και σταματάς. Και όλο χάνεσαι.
Το έδαφος σου αλλάζει τόσο αργά ενώ ο χρόνος τρέχει.
Δεν φτάνει μια ζωή με όλα σου τα βήματα αλάβωτα να φτάσεις εκεί πάνω.
Άντε λοιπόν, στο πιο ψηλό σου να βρεθείς  και με ενθουσιασμό να πεις:
«Ω, τι όμορφες λακκούβες!».
Ποιος το περίμενε πως έτσι λένε στις κορφές;
Μέτοικος όμως τώρα εσύ, μην ψάξεις στο χρόνο για συμπόνοια.
Για κανέναν δεν γύρισε να κάνει διορθώσεις.
Στην κορυφή που έφτασες, χάζευε ολημερίς αν θες που ζει η ομορφιά


Και θα στο πει κι αυτός πως εκεί που ήθελες να πας, να κοιτάς μόνο μπορείς τη θέα. 

Αθήνα, 
2015



Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Τοξικό πέρασμα

Ρε χρόνε σταμάτα.
Περνάς και δεν λογαριάζεις αν προλαβαίνω να αναπνεύσω.
Ρε χρόνε περίμενε λίγο.
Βαραίνεις το σώμα μου και το πρόσωπο μου χαράζεις χωρίς να ρωτάς.
Φύγε! Όχι γύρνα! Μια στιγμή σταμάτα να προλάβω σκεφτώ.
Εντάξει, ψέματα. Να σκέφτομαι δεν θέλω άλλο.
Ορίστε, ούτε τι θέλω από σένα δεν πρόλαβα να αρθρώσω.
Να, θέλω για λίγο κάθε τόσο για εσένα επιδεικτικά να αδιαφορώ,
Κι εσύ να μπορείς να μου το συγχωρήσεις.
Μη θυμώνεις ρε χρόνε.
Τοξική σχέση, εσύ μόνο να ζητάς.
Εγώ να σε καταλαβαίνω, εγώ να υποχωρώ.
Εσύ να με τραβάς και εγώ να σε γεμίζω.
Κάθε σου θέλημα να ακολουθώ ζητάς σαν ορθόδοξος θεός.
Κι εσύ να κρίνεις το πως και το γιατί,
Γεμίζοντας κάθε τόσο τη λίστα της ζωής μου με κόκκινες μουτζούρες.
Ε είμαι αδύναμη να ζω πιστή στο θρήσκευμα σου.
Και τι μ’ αυτό?
Εσύ ούτε τώρα δεν μου χάρισες δύο λεπτά που σου μιλάω.



Κι όλο ρωτάς



Μπερδέματα καλέ μου.
Μην ρωτάς τι μου συμβαίνει.
Δεν σκαρφίζομαι νέες απαντήσεις.
Ρώτα με αν είμαι καλά να σου ρίξω ένα «επίσης» ενώ βιαστικά περνάω το δρόμο
κι άσε το χαμόγελο να κρεμάσει ενώ γυρνάνε οι ώμοι.
Αφού είμαι καλή μαθήτρια το βλέπεις.
Τι ψάχνεις να αναλύσεις το συντακτικό μου.
Κάνε μια γρήγορη μετάφραση και πέρνα όπως - όπως για να πάμε παρακάτω.
Μη χάνουμε χρόνο σε ρήματα και εξαιρέσεις.
Το ανώμαλο γοητευτικό δε λέω αλλά θέλει χρόνο και εμείς βιαζόμαστε.
Και πες πως σου εξήγησα. Τι άλλαξε ομορφιά μου?
Αφού ξεχνάς, μόνο ξεχνάς.
Πόσες φορές να πω ότι στον άνθρωπο η μνήμη ζει μες στη καρδιά?
Γράφεις και σβήνεις μάταια  παπαγαλίες στο μυαλό σου.
Και ίδια λόγια μιλάμε. Με απορία ή έκπληξη κοιτάς κι εγώ βαριέμαι.
Βαριέμαι πολύ την επανάληψη στην ρημάδα ίδια σελίδα.
Μη κατσουφιάζεις μάτια μου. Αύριο δεν θα θυμάσαι.


Αθήνα, 
2015




Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Μόνο μην μου πεις πως γίνεται

-Μικρή μου...
Έχω ένα σχέδιο, αδύνατο να πετύχει. 
Θα τρέξουμε με ορμή σε κάποια κρυφή επιθυμία.
Δεν ξέρω που είναι ακριβώς,
μα τα έχω όλα τέλεια φτιαγμένα στο όνειρο μου.
Είναι σχεδόν βέβαιο πως θα σπάσουμε τα μούτρα μας!
Είσαι να πέσουμε μαζί στα γόνατα, γελώντας με μια ακόμα τούμπα?

-Καλέ μου... 
Πως μπορώ να αρνηθώ αν μου το θέσεις έτσι?
Μόνο μην μου πεις πως γίνεται και εγώ γελώντας θα ’ρθω!


Αθήνα,
2014



Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Ανοιχτή πρόσκληση

Απόψε θα 'ρθω να σε συναντήσω
Μου 'πες στης αισιοδοξίας τα σοκάκια τριγυρνάς
Τώρα στριμώχνω ανασφάλεια 
και άμυνας χρωματιστά φουλάρια 
στις πλαστικές θήκες που αγόρασα φτηνά.
Κακής ποιότητας, μα τι με νοιάζει?
Σύντομα θα τα χρειαστώ ξανά

Μου 'πες να 'ρθω άβαφτη χωρίς αξεσουαρ
μα είπα να κρατήσω λίγη μάσκαρα και πούδρα
όταν ξυπνήσω δίπλα σου παιδί χλωμό μην μ' αρνηθείς 
Μου 'πες τους διάσημους εκείνους στίχους
πως όλα θα πάνε καλά και να μην πάρω τα cd μου
γιατί θα φτιάξουμε δική μας μουσική, ονειρική

Μου 'πες να φέρω μόνο εμένα και να βιαστώ να έρθω να σε βρω
μα όσο κι αν ήθελα η προίκα μου μου έγνεφε 
χωρίς τις φοβίες και τα τσιμπράκαλα μου δεν είμαι πια ολόκληρη εγώ
Έξυπνα χρόνο κέρδισα και απάντησα πως μισερή θα έρθω 
για να με συμπληρώσεις μόνο εσύ 

Μου είπες αλήθεια και σου είπα ψέμματα
Έκρυψα σκέψεις και κραγιόν στο πάτο της βαλίτσας
και σε μια χάρτινη ελπίδα έγραψα
"Βρες τα και κάνε με εσύ να τα πετάξω"

Δεν γίνεται αλλιώς μάτια μου, νομίζεις δεν δοκίμασα?
Η αλήθεια του ανθρώπου φθείρεται, χάνεται
και δεν φυλάγεται σε ζελοφαν, δεν μένει άτρωτη με ναφθαλίνη 


Αθήνα,
2014

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Ακούς που σου γελάω;

Να γελάς αληθινά καρδιά μου
Μην κράζεις μονόσυρτα και άχαρα σαν κλόουν που βάφτηκε σαχλός.
Πιο πολύ τρομάζεις παρά πείθεις το κοινό σου
Να ξεκινάει ο ήχος απ' τη καρδιά και όχι απ' το λαιμό σου
Μην εκβιάζεις το μέσα σου με φωνητικές συντομεύσεις

Να γελάς αληθινά ψυχή μου
Μην στοιχειώνεις την αλήθεια σου μοστράροντας όλα σου τα δόντια.
Βιτρίνα άνθρωπος βιτρίνα ουσία
Το γέλιο είναι η μουσική απ'τις δονήσεις της καρδιάς σου
Δεν ειναι τρικ χαράς και ευδαιμονίας

Να γελάς αληθινά ζωή μου
Μην σβήνει το χαμόγελο όταν γυρίσει η πλάτη
Στο στόμα σου να φαίνεται πλεόνασμα απ' τα μάτια.
Σάμπως όλοι δεν μάθαμε να πουλάμε λίγο ψέμα;
Και όλοι τόσο ευκολόπιστα δεν αγοράζουμε ότι σαν έμπορες πουλάμε;

Μ' ακούς μωρό μου; Μ' ακούς που σου γελάω;


Αθήνα,
2015


Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Οι μέρες τρέχουν

Οι μέρες τρέχουν
Κι εσύ πίσω τους κυνηγάς να προλάβεις να αισθανθείς την ουσία τους
Μην βιαστείς να πεις πως αυτό είναι πρόβλημα
Θυμάσαι τότε που έτρεχες μπροστά και πίσω σου έσερνες τις μέρες;
Τι σου έμεινε από τότε;
Μόνο οι ουλές στα χέρια σου από το βάρος του κενού
Μην τις κρύβεις. Ασ' τες.  
Θα δεις πόσο όμορφες θα γίνουν χέρι χέρι μεγαλώνοντας μαζί σου.   


2010,
Αθήνα

Ανθεκτικότητα

Τα χρόνια πέρασαν
Οι γονείς μου μεγάλωσαν
Κι ο κόσμος μου μικραίνει

Οι φίλοι μου δεν ζητούν πια άδεια να πάνε βόλτα
Η μητέρα μου δεν μ’ αναγκάζει πια να τρώω σπανάκι
Κι ο πατέρας μου δανείζεται τους αναπτήρες μου

Τα χρόνια περάσανε
Κι όπως καταλαβαίνετε
Άλλαξα πολλά στυλό
Μα οι λέξεις  ’μείναν ίδιες.  


Αθήνα,
2011



Διερώτηση

Ποιος να μπορεί  ν’ ακούσει τη σιωπή μου?
Ποιος να λυτρώσει την μουσκεμένη μου οργή?
Ποιος στα μάτια μου μέσα να δει πως πεθαίνω?
Ποιος στο κορμί μου να ξαναδώσει πνοή?

Ποιος στα αλήθεια να νιώσει όλα εκείνα
που δεν έχω πια λέξεις να πω?
Στο τέλος του δρόμου ποιος περιμένει?
Ποιος να μου μάθει ξανά ν’ αγαπώ?


Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Μισή αλήθεια που έγινε τραγούδι

Στο δρόμο κάπου ανάμεσα σ'ανθρώπους
Σ' ένα κρύο δωμάτιο σ' ένα πάρκο, μια ξένη αγκαλιά
Είδα σήμερα εκείνη
Αυτήν για την οποία το τραγούδι σου μιλά

Εκείνη που φυλάκισες σε στίχους
Εκείνη που κρατάς στα δάχτυλα σου
Εκείνη που μαζί σου γρατζουνάει την κιθάρα
Εκείνη που μαζί σου τα πλήκτρα με ένταση πατά

Είδε πως την κοίταγα με ζήλια
πλησίασα και είπα "Στο όνομα σου χόρευα εχθές"
Μου είπε "Δεν είμαι εγώ εκείνο το τραγούδι.
Εμένα δεν με ρώτησε κανείς πως ένιωσα και μέχρι σήμερα κανείς δεν με ρωτά."


Αθήνα,
2013