Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

φασαρία


Δεν θυμάται, μα νομίζει πως κάπου εκεί είπε:
«Μα πόση σιωπή ενώ φωνάζαμε ο ένας πάνω στη φωνή του αλλού. Απανωτές οι άδειες λέξεις που ‘βγαίναν βιαστικά να πουν όσα δεν λέμε.
Και όταν έφτασε η σιωπή άδεια ακόμη κι από λέξεις, από τους άστοχους εκείνους κρότους που έσπρωχνε το στόμα βιαστικά ενώ τρέχαμε μακριά ο ένας απ’ τον άλλον Ακούσαμε ότι απέμεινε από τη σκόρπια φασαρία.
Ασχημάτιστη, πολύχρωμη ηχώ σαν μια ιδέα που δεν κατάλαβες ποτέ γιατί χαράκτηκε έτσι.
Κι αν άραγε υπήρχε τρόπος για να βρει η κάθε λέξη το λεπτό που της ανήκει.
Κι αν άραγε μπορούσε να είναι αλλιώς.
Κι αν άραγε σε αγάπησα ενώ σε άκουγα ή ενώ έκραζα δυνατά απάνω στις λέξεις που δεν ήθελα να ακούσω.»

Δεν θυμάται, μα νομίζει πως κι αυτά κάπως, κάπου, κάποια στιγμή τα είπε.
Και τι άλλαξε και τώρα τα θυμάται; η φωνή ρε φίλη μου. Η φωνή που σου φοράει το βρακί ανάποδα και δεν σε αναγνωρίζει ούτε εκείνος, ούτε εκείνη, ούτε εσύ.
Και η βουή έγινε αργοπορημένο μήνυμα που βρήκε εκείνες τις πουτάνες λέξεις.
Θα φτάσει μην σκας. Όλα τα βρίσκει ο αέρας.


Αύγουστος 2019,
Μύκονος




Στην υγειά έκαστων


Δεν ρώτησα μα αφού ακούμπησε το μπυροπότηρο στη μπάρα, είπε:
Όταν κοντοζύγωνε η ώρα της απόφασης τι θέλω να γίνω στη ζωή μου, φλερτάριζα τη φαντασίωση να γίνω ηθοποιός.
Να δοκιμάσω τι μου πάει καλύτερα. Κατάλαβες.
Πως διάολο να ξέρεις ποια ζωή απ’ τις τόσες είναι η σωστή;
Έλα που το χειροκρότημα νόμιζα είναι αναπόσπαστο συστατικό της κάθε επιλογής μου.
Σκέφτηκα ύπουλα, ανθρώπινα, ελληνικά.
Έγινα βιοποριστής με πάθη.

Κι έτσι άλλαζα δουλειές, χτενίσματα, make up πολλά και τόπους.
Κάλλιστο ότι δεν ήξερε κανείς ότι ποιώ τα ήθη και δεν είχα να τρέμω άρθρα, κριτικές και τέτοιες μαλακίες.
Ρόλος με πλεονέκτημα. Απαρατήρητος.
Υπερήμερα οφειλέτης στις πρόβες μου με θνητά τα κόστη κάθε αποτυχίας.
Πανάκεια τα προς το ζην, κατάλαβες, ομόφωνα αθώος.
Ωστόσο κάκιστο ότι έπρεπε να μπω με διάρκεια πολύ βαθιά στο ρόλο.
Μην πεις κι εσύ τα προφανή πως έχασα τον εαυτό μου κι άλλα τέτοια. Ποιόν εαυτό;
Απλά έγινα όλοι οι ρόλοι μου και τώρα πια φοβάμαι πως δεν θα αποχωριστώ κανέναν.
Τον κο Δημόσια Είμαι. Τον Κρυφά Εγώ. Τον Όσα Βλέπουνε και τον Όσα Φαντάσου Να ’Μουνα.
Καλά παιδιά αλλά μαλώνανε ποιος θα πρωτομιλήσει.
Δεν λέω, κάποια τα παραμέλησα. Αλλά ενηλικιώθηκαν.
Εγώ τα κράτησα σαν μάνα μέσα μου και σαν πατέρας τους φρόντιζα να υπάρχουν.
Θα πρέπει πια να βρουν το δρόμο μόνα τους. Κατάλαβες.

Σήκωσα ταυτόχρονα τα φρύδια μου, τραμπάλισα ελαφρώς την όψη, όρθωσα το ποτήρι και είπα:
Κατάλαβα αδερφέ. Ασ’ τους να ζήσουνε μωρέ, αφού φτάσανε ως εδώ, ας πιούμε στην υγειά τους!

Τώρα σκέφτομαι πως άθελα μου ίσως και τελικά να ρώτησα. Όχι εγώ, ο άλλος.


Ιανουάριος 2020,
Αθήνα



Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

Δερματολογικός έλεγχος


Παλιέ μου φίλε, χάρηκα πολύ που σε ξανάδα φέτος.  
Τα αυτιά μου καλοδέχτηκαν τα χάδια σου αφού στα μάτια σου φαίνομαι ακόμη ζωηρή και νέα.
Με ξένισε πολύ ο θαυμασμός που εξέφρασες αφού το πρόσεξα πως πλέον θερμά με αποκαλείς γυναίκα.
Είπες πως άδικα ανησυχώ για τις ρυτίδες που σου ανέφερα καθώς αυτές δεν φαίνονται
και είμαι απλώς ένα κορίτσι που έγινε γυναίκα.
Αυτή σου η επανάληψη με ψύλλιασε, δεν φταις εσύ, σαν το πολύ αλάτι.
Το πήρα απόφαση λοιπόν και έκλεισα ραντεβού σε άποψη με πτυχίο.

Δερματολόγος πειστική, ευθυτενής, ετών ίσως 55.
Με αναγνώρισε (καλό αυτό) και έβαλε τα λατεξ γάντια της να αποφανθεί πως τίποτα δεν γίνεται με το γνωστό παλιό μου θέμα.
Της είπα πως πονάω που και που μα δεν το πολεμάω πιά και ούτε αυτό εμένα.
Μου λέει, τότε; Γιατί ήρθες να σε δω; Δεν βλέπω τίποτε άλλο.
Της λέω κοίτα καλύτερα. Δεν είμαι πια η ίδια. Κοίτα το στόμα μου καλέ, επέμεινα και σούφρωσα τα χείλη μου σαν πάπια που περίμενε φιλί απ’ τον αέρα.  
Πετάρισε τα βλέφαρα και λίγο γούρλωσα σαν είδα το άσπρο του ματιού της.
Όχι αλήθεια! Δες καλά!
Πήρε ένα ντεντεκτιβικό φακό και κόλλησε τα μάτια της απάνω μου χαρίζοντας μια ευκαιρία ακόμα.
Μικρή, δεν βλέπω τίποτα ούτε με αυτό. Τα πόσα έκλεισες;
33 έγινα, είπα σαν τίμια ντομάτα.  
Κοίτα, το μέτωπο σου όταν μιλάς είναι γεμάτο ευθείες. Σταμάτα να ταρακουνάς την όψη σου με κάθε σκέψη σου ή ενώ μιλάς και άσε όλα τα άλλα.  
Α δεν με ανησυχεί αυτό. Αυτό είναι λογικό! Πάντα με μάλωναν πως τόσο που τσαλακώνομαι πρόωρα θα ζαρώσω.  
Ε τότε γιατί ακριβώς ανησυχείς; Είσαι ανυπόφορη γυναίκα. (αυτές οι αντιθέσεις…)
Γιατρέ, το στόμα μου δεν είναι δροσερό… (να το πάλι το ασπράδι)
»» Όλοι αφοσιώνεστε στα μάτια και τη μύτη με μανία.
Στα μάτια ζει η πρόθεση, στη μύτη η υπερηφάνεια.
Στο στόμα όμως ζει είτε η αντοχή είτε η παραίτηση είτε η εξάντληση της.  
Δεν είμαι έτοιμη γι’ αυτό. Δεν έχω προλάβει ακόμα.

40 ευρώ μου ζήτησε και μου έδωσε μια συνταγή για την ακμή που πέταξα στη τσάντα.
Έτσι έχω να σου πω πως ούτε κρέμες, ούτε ενέσεις μου έδωσε καθώς είναι νωρίς ακόμα.

Καινούργιε φίλε μου, την έκανα και για ‘σένα την βρωμοδουλειά και θα τη ξανακάνω.  
Όταν ξαναμιλήσουμε θα είναι διαφορετικά.
Θα σε ρωτήσω εγώ αν τόλμησες χρόνο να βρεις ή αν σε τερμάτισαν οι αποδείξεις που ζητάμε.




Ιανουάριος 2020,
Αθήνα




Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

junkword


Μιλούσαν και μιλούσαν,
εγώ ίσα να φαίνομαι κρυμμένη στην οθόνη,
και απόλυτα συμφώνησαν,
εκπληκτικό αλήθεια.

Τι ρέψιμο θεέ μου! σκέφτηκα
Τι τρώμε οι άνθρωποι σε μια ολόκληρη ζωή που δεν χωνεύεται χωρίς αγένεια, χωρίς δισκία αλήθειας;
«Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε ο ένας απ’ αυτούς.
Αφού σε συμπαθώ, πως να σου πω χωρίς να σε πληγώσω;
«Αυτό που λέτε» ανέκφραστα είπα αψόγως.
Δεν είπα ψέμματα ακριβώς. Μπορεί και να σωθεί η ψυχή μου. 

Έτσι, ρεύτηκα περήφανα κι εγώ, κι ούτε που το κατάλαβα πως βρέθηκε το χέρι μου να ταχταρίζει τη φουσκωμένη μου κοιλιά.


Ιανουάριος 2020,
Αθήνα



Βαρύ χέρι ο ουρανός


Και μου έριξε μια σφαλιάρα ο ουρανός
που με έπιασαν τα γέλια.
Να εδώ, κάτω απ’ το σπίτι μου το πατρικό.
Κοιτάω ψηλά και τι να δω;
Να με καρφώνει αφ’ υψηλού και ορθά κοφτά να λέει:
«Θα περιμένω πολύ να με κοιτάξεις κοπελιά; είχαμε κάπου μείνει.»
«Μα αλλού τα λέγαμε τη τελευταία φορά. Νόμιζα δεν είσαι ακόμη εδώ.»
«Ανόητη, εσύ γυρίζεις δεξιά κι αριστερά. Εγώ πάντα από πάνω είμαι.»
Δεν είχε άδικο. Ε κάτι έπρεπε να πω. «Εγώ γιατί να μην σε νιώθω πάντα ίδιο;» έκανα να γυρίσω.
«Ωπα ρε φίλη μου, εσύ παντού και πάντα ίδια απλώνεσαι; Νόμιζα εμείς τα ξεπεράσαμε αυτά. Εμείς είμαστε φίλοι.»

Ανέβηκα σπίτι, χαρούμενη, μην με ρωτάς γιατί. Θα πω ψέμματα πως δεν ξέρω.
Κοίταξα έτσι, να, με κύρος το καθρέφτη, έβαλα τις φαρδουλές πιτζάμες μου και ξάπλωσα μπρούμυτα βάζοντας στο μπλαβισμένο σβέρκο τη παλάμη.

Βαρύ χέρι ο ουρανός.
Για ύπνο με έβαλε ζεστή από αγάπη.



Ιανουάριος 2020,
Αθήνα

Κουβέντα να γίνεται

Κουβέντα να γίνεται που λες,
ασύλληπτα παράλογες οι αισθήσεις ή ο νους, δεν ξέρω.
Νιώθεις κι εσύ το ίδιο όταν περνάς τα δάχτυλα πάνω σε μια λεπτή σελίδα;
Ελκύεσαι να σύρεις την αφή σε φύλλα απαλά, ευαίσθητα σε μελανές πιέσεις;
Σε συγκινεί η τρωτότητα σε κάθε εκτόνωση, ενώ χαζολογάς σε κάθε αποτύπωμα της τυχαιότητας σου;
Στο γύρισμα τους σε παρακινούν να κάνεις πίσω μπρος και πάλι πίσω άνευ τύψεων με τόση ευκολία;

Δεν μιλάω περίεργα μωρέ, πρόσεξε με.
Ασύλληπτα παράλογες οι αισθήσεις ή ο νους, δεν ξέρω.
Εγώ απλά παρατηρώ, καρμπονικά χαράζονται όσες έρχονται και αρκούν τα δάχτυλα μου για να αισθανθούν ένα γεμάτο παρελθόν κι ένα επηρεασμένο μέλλον.

Ξεφορτώσου λίγο γνωστικιέ και δώσε σημασία.
Ασύλληπτα παράλογες οι αισθήσεις ή ο νους, εγώ δεν ξέρω.
Μα κοίτα εδώ πως στέκονται οι επόμενες Σειρήνες.
Με τι ακεραιότητα δένονται άψογες, κενές, μη προκατειλημμένες.
Σαν να μην εξαρτάται από τίποτα το τι θα γραφτεί σε αυτές.
Πιθανή! Πες το! Πιθανή ακόμη κι η ευτυχία.

Κοροϊδεύεις μα κι εσύ,
ασύλληπτα παράλογες οι αισθήσεις ή ο νους, δεν ξέρεις.
Ίσα και όμοια οι μύθοι με το ψέμα, οι μέρες άλλαξαν.
Μην με ακούς καχύποπτα μωρέ.
Στο λέω. Καλύτερα να με γλεντάς εσύ κι εγώ αυτές παρά να εμπιστευτώ μια τυχαία Κίρκη.



Ιανουάριος 2018,
Αθήνα
(Γενάρης σημαίνει αντιστέκομαι)

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2020

Μαργαρίτα εις το τετράγωνο


Ομοίως πέταξε πέταλα και πάλι η μαργαρίτα
Μην την μαλώνεις άλλο τη παιδούλα
Βρε τη μάδησες, βρε τη δίψασες, βρε τη κατσάδιασες τόσο που σούρωσε η σωληνόμορφη αντοχή της
Σε είδα και σένα όμως να χαζογελάς σαν γύριζες το αυστηρό σου βλέμμα  
Σαν είδες την ντροπιασμένη ισχυρογνωμοσύνη της να γέρνει χαμηλά, κρύβοντας, μα τι αδιόρθωτη, μικρά ίδια πέταλα που μουρμουρίζανε «αν»  
Καλή είσαι και του λόγου σου χοντροκώλα λογική μου
Τέτοιος κόπος να μπουγελώσεις τα ακτινωτά της θέλω. Ρε βούτα το κουτόχορτο να ξεριζωθεί από το χώμα.
Κάνεις την μεγαλόψυχη για λίγο χώρο στο παρτέρι που σου όρισαν, και ψαλιδίζεις νευρωτικά κάθε χορτάρι που πάει να ξεφυτρώσει
Ανάθεμα τόση ανακύκλωση
Μα πες μου αλήθεια τώρα που τη καμαρώνουμε μαζί σκαστή από τα όρια σου. Επίτηδες αφήνεις πάντα μια στάλα φύλλο;
Για στάσου
Άτιμη! Στρογγύλεψες!
Το είδες ότι το άλογο συχνά φωλιάζει στις ορθές γωνίες
Ασ’ την… ας’ την σου λέω λίγο ακόμα
Τώρα που σε συμπάθησα, φυλάω εγώ για 'σένα τσίλιες


Απρίλιος 2018,
Μύκονος