Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Τακτική υπενθύμιση


Θυμάμαι ξύπνησα μια μέρα
κι είδα ανθρώπους σαν θηρία γύρω μου,
έτοιμα να μου ορμήσουν.
Φοβήθηκα. Απόρησα.
Κακό ποτέ δεν είχα κάνει.
Τον ύπνο από τα μάτια μου θέλησα να ξεφορτωθώ
Είπα, εφιάλτης ήταν, δεν μπορεί.

Σήκωσα τα μάτια στον καθρέφτη
Πίσω από την μουσκεμένη μου νεότητα
γριά με είδα με ρυτίδες βαθιές
Πρόσφατα θα είχα φτάσει 19 χρονών.
Τρόμαξα, πήγα να ντυθώ.
Βγήκα να πάρω καφέ και ζάχαρη
και να ’σου πάλι οι άνθρωποι
με έγδυναν με τα μάτια.
Έμεινα όμως ατάραχη, έμαθα είπα τη ζωή

Ειδήσεις έβαλα και γέλασα πολύ,
κάποιος είχε πεθάνει.
Πείνασα. Μαγείρεψα να φάω.
Θυμάμαι έτρωγα, έτρωγα κι όλο πεινούσα
Θυμάμαι έπινα, έπινα κι όλο διψούσα
Θεέ μου, μπουκιά δεν κατέβαινε
κάτι ξεχνούσα
Μετά θα άνοιξα τηλεόραση
Μια κωμική σειρά θα είχε
Δεν γέλασα όμως, θα ήταν σαχλή
Θυμάμαι άλλαξα κανάλι
Μα τι ξεχνούσα;

Θα πήγε επτά το απόγευμα
κι αγκάλιασα τη γάτα μου
Πάλι πείνασα. Πάλι έβαλα να φάω
Θυμάμαι έτρωγα, έτρωγα κι όλο πεινούσα
Θυμάμαι έπινα, έπινα κι όλο διψούσα
Θεέ μου, μπουκιά δεν κατέβαινε
κάτι ξεχνούσα.

Και η τέλεια ησυχία μου διακόπηκε
γεμισμένο με κενό το πιάτο μου έπεσε απ’ τα χέρια
Το πάτωμα μου γέμισε με θρύψαλα αέρα
Θόρυβος ήτανε μα δεν θυμόμουν ποιος
Γύρισα το κεφάλι μου  
κι είδα ένα τηλέφωνο ντυμένο όλο με σκόνη
Το σήκωσα κι ήταν μια ξεχασμένη φίλη απ’ τα παλιά
Θυμάμαι μιλούσε, μιλούσε κι εγώ τη σκόνη κοιτούσα
Θυμάμαι ρωτούσε, ρωτούσε κι όλο κάτι απαντούσα
Θεέ μου τίποτα δεν άκουγα,
κάτι ξεχνούσα.

Κι εκείνη είπε «τώρα θυμήθηκα, χρόνια πολλά!»
Τότε θα ξεροστάλιασα, θα μούδιασαν τα μάγουλα μου
Μεσήλικο δάκρυ η ρουτινιασμένη μοναξιά μου
Θυμήθηκα, κατάλαβα,
Σαράντα οκτώ κολλημένα «μη ξεχάσω» στο ψυγείο μου για κάθε χρόνο που ανέβαλα να ζήσω.  

Κι ίσως έτσι να ορκίστηκα, να βρίσκω πάντα έναν θόρυβο να με ξυπνάει εγκαίρως.

Δεν ξέρω αν τώρα ζω το όνειρο ή αυτός ήταν ο εφιάλτης
Τα ξέχασα όλα
Δεν θυμάμαι τίποτα
Ίσως να έδιωξα την γάτα μου
Ίσως συγνώμη ζήτησα στην φίλη μου
Θα είπα σ’ αγαπώ στην μάνα μου
Εγώ ήθελα να προλάβω!




Αθήνα,
10/04/06-2020