Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Βαρύ χέρι ο ουρανός


Και μου έριξε μια σφαλιάρα ο ουρανός
που με έπιασαν τα γέλια.
Να εδώ, κάτω απ’ το σπίτι μου το πατρικό.
Κοιτάω ψηλά και τι να δω;
Να με καρφώνει αφ’ υψηλού και ορθά κοφτά να λέει:
«Θα περιμένω πολύ να με κοιτάξεις κοπελιά; είχαμε κάπου μείνει.»
«Μα αλλού τα λέγαμε τη τελευταία φορά. Νόμιζα δεν είσαι ακόμη εδώ.»
«Ανόητη, εσύ γυρίζεις δεξιά κι αριστερά. Εγώ πάντα από πάνω είμαι.»
Δεν είχε άδικο. Ε κάτι έπρεπε να πω. «Εγώ γιατί να μην σε νιώθω πάντα ίδιο;» έκανα να γυρίσω.
«Ωπα ρε φίλη μου, εσύ παντού και πάντα ίδια απλώνεσαι; Νόμιζα εμείς τα ξεπεράσαμε αυτά. Εμείς είμαστε φίλοι.»

Ανέβηκα σπίτι, χαρούμενη, μην με ρωτάς γιατί. Θα πω ψέμματα πως δεν ξέρω.
Κοίταξα έτσι, να, με κύρος το καθρέφτη, έβαλα τις φαρδουλές πιτζάμες μου και ξάπλωσα μπρούμυτα βάζοντας στο μπλαβισμένο σβέρκο τη παλάμη.

Βαρύ χέρι ο ουρανός.
Για ύπνο με έβαλε ζεστή από αγάπη.



Ιανουάριος 2020,
Αθήνα